Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Η Κουκουτσοανήσυχη

Η Κουκουτσοανήσυχη


koyan1.jpg
Η Κουκουτσοανήσυχη ζούσε σ’ ένα μεγάλο ροδάκινο. Ανησυχούσε διαρκώς και για τα πάντα. Ήταν τόσο ανήσυχη μη πάθει κάτι το σπίτι της που είχε βάλει γύρω-γύρω ξύλα να το προφυλάξει. Είχε πάντοτε τα παράθυρα κλειστά και φυσικά η πόρτα της είχε τρία λουκέτα.
koyan2.jpg
Επίσης, το βράδυ κοιμόταν πάντα με κράνος γιατί ανησυχούσε μη τυχόν και πέσει κάτι στο κεφάλι της και την ξυπνήσει και είχε πάντοτε ένα ποτήρι νερό κοντά της γιατί ανησυχούσε μη διψάσει.
koyan3.jpg
Το πρωί έβαζε στο τραπέζι ό,τι μπορείτε να φανταστείτε γιατί ανησυχούσε μην πεινάσει αργότερα και έτρωγε πολύ μέχρι που πρηζόταν η κοιλία της.
koyan4.jpg
Μετά ντυνόταν να πάει να συναντήσει την φίλη της την Κουκουτσοωραία. Έπαιρνε όμως πάντα μαζί της , δύο τσάντες μήπως χάσει την μία, ομπρέλα μήπως βρέξει, κασκόλ μήπως κρυώσει ο λαιμός της, και παλτό για να μην κρυώσει κι ας είχε έξω ήλιο.
koyan5.jpg
Στη στάση του λεωφορείου πήγαινε πάντα πολύ νωρίς γιατί ανησυχούσε μήπως χάσει το λεωφορείο και περίμενε έτσι φορτωμένη για πολύ ώρα, γιατί η Κουκουτσοχώρα ήταν τόσο μικρή που είχε μόνο ένα λεωφορείο την ημέρα. Και ενώ όλα τα κουκούτσια πήγαιναν παντού με τα πόδια, μόνο η Κουκουτσοανήσυχη έπαιρνε το λεωφορείο, επειδή ανησυχούσε μήπως κουραστεί.
koyan9.jpg
Η Κουκουτσοωραία είχε δοκιμάσει πολλές φορές να της πει να μην κουβαλάει όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα. «Άλλη φορά θα πας στα μαγαζιά μόνη σου, περπατάς σαν την χελώνα, εγώ βιάζομαι και εσύ με καθυστερείς, με όλα αυτά που με κουβαλάς». Η Κουκουτσοανήσυχη, όμως, δεν καταλάβαινε τίποτα.
koyan7.jpg

Εκεί που περπατούσαν συνάντησαν τον Κουκουτσοπλακατζή που ήταν το πιο σοφό κουκούτσι της Κουκουτσοχώρας. Αγαπούσε όλα τα κουκούτσια και έκανε πάντα έξυπνες πλάκες, γι’ αυτό και τον φώναζαν Κουκουτσοπλακατζή. «Πάλι φορτωμένη, πάλι φορτωμένη; Πες μου για πιο πράγμα ανησυχείς; Πρέπει να ξέρεις ότι στη Κουκουτσοχώρα ότι και να συμβεί υπάρχει πάντα ένα κουκούτσι να σου δώσει μια ομπρέλα αν βρέξει, ένα παλτό αν κρυώσεις, μια τσάντα αν δεν έχεις, κι ένα κασκόλ αν φυσάει. Τι τα θες όλα αυτά που κουβαλάς λοιπόν;»
koyan8.jpg
Όταν η Κουκουτσοανήσυχη γύρισε σπίτι της, κάθισε εξαντλημένη από το κουβάλημα όλων αυτών των άχρηστων πραγμάτων στην πολυθρόνα και άρχισε να σκέφτεται αυτά που της είπε ο σοφός Κουκουτσοπλακατζής. «Νομίζω πως έχει δίκιο», σκέφτηκε, «και μου φαίνεται πώς και όλες οι ανησυχίες μου είναι άχρηστες». Ένοιωσε σαν να ξαλαφρώνει από κάτι. Είχε πάψει να ανησυχεί, δηλαδή να πάψει να φοβάται. Γιατί η ανησυχία είναι φόβος και ο φόβος είναι βάρος στην καρδιά. Κι έτσι η Κουκοτσοανήσυχη χαμογέλασε και πήγε να κοιμηθεί χωρίς να βάλει κράνος αφού έφαγε πολύ ελαφριά.
koyan6.jpg
Την άλλη μέρα η Κουκοτσοανήσυχη τηλεφώνησε στην Κουκουτσοωραία και την παρακάλεσε να έρθει να την πάρει να πάνε στα μαγαζιά. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη τής Κουκουτσοωραίας όταν φτάνοντας στο σπίτι τής Κουκουτσοανήσυχης την βρήκε χαρούμενη και ξυπόλητη, χωρίς καμιά ανησυχία στα μάτια της να την περιμένει στην πόρτα. «Είμαι έτοιμη, βάζω μόνο τα παπούτσια μου και φεύγουμε. Μόνο σε παρακαλώ μη με ξαναφωνάξεις Κουκουτσοανήσυχη. Από εδώ και μπρος θα με λένε Κουκουτσοανέμελη».

ΠΗΓΗ: Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου