Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Εκκριτική ωτίτιδα

Εκκριτική ωτίτιδα



Γράφει ο Χαρίλαος Γκανάς, Ωτορινολαρυγγολόγος
Η εκκριτική ωτίτιδα είναι πολύ συχνή νόσος και μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε ηλικία, είναι δε ιάσιμη εφόσον αντιμετωπιστεί σωστά. Χαρακτηρίζεται από παρουσία υγρού στην κοιλότητα του μέσου ωτός και από πολλούς συγγραφείς αναφέρεται  ως μη πυώδης μέση ωτίτιδα, μέση ωτίτιδα με υγρό ή  κολλώδες ους (glue ear). Το υγρό στην εκκριτική ωτίτιδα είναι πρακτικά στείρο, αν και καλλιέργειες είναι θετικές για παρουσία μικροοργανισμών σε ποσοστό 40%. Η νόσος παρουσιάζεται σε παιδιά σε  ποσοστό 70 έως 80%, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί και σε οποιαδήποτε ηλικία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξή της είναι ο φτωχός αερισμός της κοιλότητας του μέσου ωτός μέσω της ευσταχιανής σάλπιγγας.


Σε φυσιολογικές συνθήκες το κυλινδρικό κροσσωτό επιθήλιο της ευσταχιανής σάλπιγγας απομακρύνει τυχόν εκκρίσεις της τυμπανικής κοιλότητας προς το ρινοφάρρυγα. Συγχρόνως, τριχοειδή αγγεία του βλεννογόνου του κοίλου του τυμπάνου απορροφούν οξυγόνο και σε μικρότερο βαθμό άζωτο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μικρής διαφοράς πίεσης στις δύο πλευρές του τυμπανικού υμένα και την έκκριση υγρού από αποκρινείς αδένες του βλεννογόνου. Όμως, η διάνοιξη της ευσταχιανής σάλπιγγας με την κατάποση επιτρέπει τον αερισμό του μέσου ωτός και την αποκατάσταση της ισορροπίας των πιέσεων κι αυτό φυσιολογικά γίνεται τρεις με τέσσερις φορές το λεπτό.



Συχνότερες αιτίες που προκαλούν δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας είναι:
-Ανώμαλη ή ατελής ανάπτυξη της ευσταχιανής σάλπιγγας.



-Απόφραξη από υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων, κύστη ή όγκο ρινοφάρυγγα, πολύποδες ρινός.



-Ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού.



-Αλλεργία.



-Υπερωιοσχιστία.



-Ακτινοθεραπεία 



-Αυξομειώσεις της ατμοσφαιρικής πίεσης (π.χ. αεροπορικά ταξίδια, καταδύσεις).



Το αίσθημα πληρότητας- βαρηκοΐας είναι το κυρίαρχο σύμπτωμα στην εκκριτική ωτίτιδα. Η βαρηκοΐα αγωγής μπορεί να φτάσει και τα 35-40 db HL και  να συνοδεύεται από εμβοές διαφορετικής συχνότητας και έντασης, ωταλγία, μερικές φορές και από ίλιγγο, λόγω πίεσης του υγρού στην ωοειδή ή στρογγυλή θυρίδα. Ωτοσκοπικά, χαρακτηριστική είναι η θολερότητα του τυμπανικού υμένα με μικρή εισολκή της λαβής της σφύρας, ενώ αρκετές φορές μπορούν να παρατηρηθούν φυσαλλίδες αέρα ή υδραερικό επίπεδο. Ο εργαστηριακός έλεγχος (τυμπανόγραμμα) παρουσιάζει παθολογική εικόνα επίπεδης γραμμής (τύπος Β) και οφείλεται στην ανελαστικότητα της κοιλότητας του μέσου ωτός, λόγω  της παρουσία  υγρού.
Εάν εκλείψει η αιτία που προκαλεί την εκκριτική ωτίτιδα, η νόσος ιάται  σε διάστημα 10-20 ημερών σε ποσοστό 90%.
  
Η αντιμετώπιση της νόσου είναι φαρμακευτική  και χειρουργική, ανάλογα με  την αιτία που την προκαλεί και τη χρονική διάρκεια της νόσου. Παρουσία υγρού στην κοιλότητα του μέσου ωτός για χρονικό διάστημα άνω των δύο μηνών αποτελεί ένδειξη για παρακέντηση του τυμπενικού υμένα (μυριγγοτομή) και αναρρόφηση του υγρού, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία συμφύσεων ανάμεσα στα οστάρια και στα τοιχώματα του μέσου ωτός, καθώς και η μετάπλαση του πλακώδους επιθηλίου σε εκκριτικό.



Το χρονικό διάστημα των δύο μηνών είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων. Εάν ο ασθενής είναι ενήλικας και η εκκριτική ωτίτιδα μονόπλευρη με σημεία βελτίωσης, η παρακέντηση του τυμπάνου μπορεί να καθυστερήσει ή να αποφευχθεί. Εάν όμως ο ασθενής είναι παιδί σε σχολική ηλικία, με μαθησιακές δυσκολίες και αμφοτερόπλευρη νόσο, είναι προτιμότερο να αντιμετωπιστεί νωρίτερα χειρουργικά.
Η μυριγγοτομή μπορεί να συνοδεύεται ή όχι από την τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού. Είναι σωλινίσκοι μικρών διαστάσεων που τοποθετούνται εύκολα, αποβάλλονται σιγά-σιγά από τον οργανισμό και σκοπός τους είναι να κρατούν ανοιχτή την παρακέντηση και να επιτρέπουν τον αερισμό του μέσου ωτός για χρονικό διάστημα μερικών μηνών. 



Η χειρουργική αντιμετώπιση αποσκοπεί και στην άρση της αιτίας που προκαλεί την εκκριτική ωτίτιδα. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται ο ακτινολογικός έλεγχος για παρουσία υπερτροφικών αδενοειδών εκβλαστήσεων σε παιδιά, όπως επίσης και η ενδοσκόπηση του ρινοφάρυγγα και ο απεικονιστικός έλεγχος (CT ή MRI ρινοφάρυγγα), όπου αυτό θεωρείται σκόπιμο.



Η φαρμακευτική αντιμετώπιση συνίσταται στη χορήγηση αντιισταμινικών, αποσυμφορητικών σπρέυ, ενώ χρήσιμη είναι και η χορήγηση κορτιζόνης σε σπρέυ ή per os. Η αντιβιοτική αγωγή έχει αποδειχθεί  ότι συμβάλλει σε μεγάλο ποσοστό στην ίαση της νόσου. Εξίσου σημαντική είναι και η αλλεργική διερεύνηση του ασθενούς και η αντιμετώπισή της, εάν ο ασθενής είναι θετικός  στα διάφορα αλλεργικά tests.

http://www.hygeia.gr/page.aspx?p_id=343