Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ψεύτης βοσκός

Ο ψεύτης βοσκός

Ήταν κάποτε ένας βοσκός που είχε ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. Κάθε πρωί, οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να βοσκήσουν με την ησυχία τους.
Συνήθως περνούσε την ώρα του παίζοντας την φλογέρα του, αλλά να που μία μέρα την ξέχασε στο μαντρί. Μην έχοντας τι να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μία φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε λοιπόν σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρων τα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια!».
Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ότι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν να βοηθήσουν τον βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημα τους.
Ο βοσκός, όπως φαίνεται, βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού το επανέλαβε κάνα δυο φορές ακόμα και κάθε φορά οι συγχωριανοί του έτρεχαν να τον βοηθήσουν.
Να όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμισαν στο κοπάδι του βοσκού και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. Τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια: «Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρων τα πρόβατα μου. Τρέξτε. Βοήθεια!».
Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νόμιζαν ότι για άλλη μια φορά ήθελε να γελάσει μαζί τους.
Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι. Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητό και το έφαγαν με την ησυχία τους. Μόνο ένας άνθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τι έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι το φαγητό τους.
(Μύθοι του Αισώπου)

Ο λαγός και η χελώνα

Ο λαγός και η χελώνα

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ένας λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι. Καθώς έτρωγε, είδε μια χελώνα να περνάει λίγο πιο μακριά και του φάνηκε τόσο αστείο το περπάτημα της, που άρχισε να την κοροϊδεύει ότι ήταν πιο αργή και από τα σαλιγκάρια. Η χελώνα σταμάτησε, γύρισε προς τον λαγό και του είπε:
- Τι θα έλεγες να τρέξουμε σε ένα αγώνα δρόμου για να δούμε ποιος είναι πιο γρήγορος από τους δυο;
Αυτό ήταν! Ο λαγός έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια. Βλέποντας όμως ότι η χελώνα παρέμενε σοβαρή, κατάλαβε ότι δεν του το είπε για αστείο και έτσι δέχτηκε την πρόκληση. Η αλεπού ως καταλληλότερη, όρισε το σημείο που θα ξεκινούσαν, την διαδρομή και το σημείο τερματισμού.
Ο αγώνας ορίστηκε για το επόμενο πρωινό και πράγματι, οι δύο διαγωνιζόμενοι καθώς και πολλά ζώα του δάσους βρίσκονταν πρωί πρωί στην αφετηρία. Η αλεπού έδωσε το σύνθημα και ο αγώνας ξεκίνησε. Η χελώνα χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να περπατάει, αργά βέβαια, και ήδη είχε καλύψει τα πρώτα εκατοστά της διαδρομής. Ο λαγός βλέποντας τον ρυθμό της αντιπάλου του, και νυστάζοντας μιας και ήταν πολύ πρωί, σκέφτηκε να κοιμηθεί λιγάκι και όταν ξυπνήσει θα έτρεχε όπως μόνο αυτός μπορεί και θα τερμάτιζε σίγουρα πρώτος. Έτσι η χελώνα συνέχισε να περπατάει, στην ορισμένη από την αλεπού διαδρομή, ενώ ο λαγός το έριξε στον ύπνο. Πέρασε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή ο λαγός ξύπνησε. Καιρός για τρέξιμο είπε και ξεκίνησε. Παραξενεύτηκε πολύ που δεν συναντούσε την χελώνα και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα είχε εγκαταλείψει τον αγώνα αφού έτσι κι αλλιώς τον είχε χαμένο από χέρι. Περισσότερο όμως ξέρετε πότε παραξενεύτηκε; Όταν έφτασε στο σημείο τερματισμού και είδε την χελώνα να τον περιμένει μασώντας ένα φυλλαράκι και έχοντας μια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο της.
Έτσι η χελώνα κέρδισε τον λαγό σε αγώνα δρόμου, όχι βέβαια γιατί τρέχει πιο γρήγορα από αυτόν, αλλά γιατί παρέμεινε πιστή στον σκοπό της και δεν έδειξε όπως ο λαγός αλαζονεία.

(Μύθοι του Αισώπου).


Ο φτωχός και ο θάνατος

Ο φτωχός και ο θάνατος

Κάποιος φτωχός, είχε φορτωθεί ένα δεμάτι ξύλα και τραβούσε το δρόμο του. Εκεί που πήγαινε, σαν να ζαλίστηκε. Ξεφορτώθηκε τα ξύλα, κάθισε κατάχαμα, κι απ’ τὴν πολλή του κούραση και την απελπισία, έβγαλε φωνή σπαραχτική:
«Αχ, που είσαι θάνατε…»
Δεν πρόλαβε ν’ ἀποτελειώσει και νάσου ο θάνατος μπροστά του.
«Γιατί με φωνάζεις;» τον ρωτάει.
Κι εκείνος: «Για τα ξύλα, βάλε ένα χεράκι να τα σηκώσουμε».

(Μύθοι του Αισώπου)


Ο σκύλος με το κρέας

Ο σκύλος με το κρέας

Ο σκύλος άρπαξε απ’ το χασάπικο ένα κομμάτι κρέας και το έβαλε στα πόδια, ώσπου έφτασε σ’ ένα ποτάμι.
Μπήκε μέσα για να περάσει απέναντι και ξαφνικά είδε πάνω στο νερό τη σκια του κρέατος που κρατούσε, διπλή και τρίδιπλη. Παράτησε λοιπόν το λάφυρο και ρίχτηκε γρήγορα καταπάνω τη σκια, αλλά την έχασε αμέσως απ’ τα μάτια του και γυρίζοντας να ξαναπιάσει το αληθινό κρέας, διαπίστωσε πως είχε γίνει άφαντο, γιατί στο μεταξύ, το άρπαξε ένας κόρακας και το καταβρόχθισε.
Ύστερα από όλα αυτά, τιμωρούσε τον εαυτό του, λέγοντας και ξαναλέγοντας:
«Καλά να πάθω. Άφησα, ο τρελός, αυτό που είχα κι έτρεξα πίσω από το φάντασμά του. Δεν έπιασα το ψεύτικο, έχασα και το αληθινό!»

(Μύθοι του Αισώπου).



Η νυχτερίδα, ο γλάρος κι ο βάτος

Η νυχτερίδα, ο γλάρος κι ο βάτος

Η νυχτερίδα, ο γλάρος κι ο βάτος συνεταιρίστηκαν τάχα για να κάνουν εμπόριο. Δανείστηκε λοιπόν χρυσάφι η νυχτερίδα, χαλκό το γλαρόνι και υφάσματα ο βάτος. Τα φόρτωσαν σ’ ένα καράβι και μια και δυο ανοίξανε πανιά.
Ξαφνικά, ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα. Το πέλαγο φουρτούνιασε κι αγρίεψε και κατάπιε το καράβι, με όλο το φορτίο.
Από τότε, η νυχτερίδα κρύβεται και βγαίνει μόνο τη νύχτα, γιατί φοβάται τους δανειστές της, ο βάτος αρπάζει τα ρούχα όποιου περάσει από δίπλα του, με την ελπίδα πως κάποτε θα ξαναφτιάξει τη χαμένη περιουσία κι ο γλάρος ακόμη βουτά στη θάλασσα, ψάχνοντας για το χρυσάφι.


(Μύθοι του Αισώπου)

Το γέρικο λιοντάρι και η αλεπού

Το γέρικο λιοντάρι και η αλεπού

Γέρασε το λιοντάρι κι έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει, γι αυτό σκέφτηκε κάποιο κόλπο.
Έκανε τάχα το άρρωστο και δεν έβγαινε απ’ τη σπηλιά του. Ένα-ένα τα ζώα πήγαιναν να το επισκεφθούν κι εκείνο τ’ άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Βλέποντας η αλεπού την απάτη που σκαρφίστηκε, δεν έλεγε να πλησιάσει, καθόταν κάπου μακριά και το ρωτούσε για την υγεία του.
«Μα, γιατί δεν έρχεσαι να τα πούμε από κοντά;» απόρησε το λιοντάρι.
«Γιατί βλέπω πολλές πατημασιές να μπαίνουν στη σπηλιά σου, αλλά καμιά να βγαίνει», απάντησε εκείνη.

(Μύθοι του Αισώπου)



Ο λύκος και η κατσίκα

Ο λύκος και η κατσίκα


Η κατσίκα έβοσκε στην κορυφή ενός βράχου. Ο λύκος πέρασε, την είδε, την ορέχτηκε και βάλθηκε να τη φτάσει, αλλά ο βράχος ήταν πολύ ψηλός και δεν μπορούσε ν’ ανέβει. Στάθηκε τότε από κάτω και της είπε: «Άφησες, φουκαριάρα μου, τα λιβάδια και τους κάμπους κι ανέβηκες στα κατσάβραχα να βοσκήσεις; Δε βλέπεις πως κινδυνεύεις να τσακιστείς;»
«Εγώ αυτό που βλέπω είναι πως αφού δεν κατάφερες να με φτάσεις, προσπαθείς να με κατεβάσεις, για να με φας», του γύρισε εκείνη.

(Μύθοι του Αισώπου)

Ο πίθηκος κι ο ψαράς

Ο πίθηκος κι ο ψαράς


Ο ψαράς έριχνε τα δίχτυα του, όταν πέρασε ο πίθηκος, τον είδε και πολύ λαχτάρησε να ψαρέψει λιγάκι κι αυτός.
Κάποια στιγμή ο ψαράς θέλησε να ξεκουραστεί. Άφησε λοιπόν τα δίχτυα στην ακροθαλασσιά κι αποσύρθηκε σε μια σπηλιά.
Ο πίθηκος πλησίασε, άρπαξε τα δίχτυα και βάλθηκε τάχα να ψαρεύει. Όμως δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει. Τα έφερνε από εδώ, τα έφερνε από εκεί, ώσπου στο τέλος μπλέχτηκε μέσα τους, έπεσε στο νερό και πνίγηκε.
«Χαμένε, ε, χαμένε! Σ’ έφαγε η βλακεία σου κι η αδεξιότητά σου», μουρμούρισε ο ψαράς καθώς τραβούσε το κουφάρι απ’ το νερό.

(Μύθοι του Αισώπου).


Ο Κύκλωπας

Ο Κύκλωπας


Κάποιος θεοφοβούμενος και ίσως περισσότερο απ’ όσο έπρεπε υπερήφανος άνθρωπος, ζούσε άνετα με τα παιδιά του. Κάποτε όμως έπεσε σε μεγάλη φτώχια κι απελπίστηκε και βλαστήμησε το θεό κι αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του.
Άρπαξε λοιπόν ένα σπαθί και βγήκε στις ερημιές, προτιμώντας να πεθάνει παρά να ζει στην ανέχεια. Εκεί που πήγαινε, είδε ένα μεγάλο λάκκο και μέσα χρυσάφι πολύ, μαζεμένο από κάποιο γίγαντα που τον έλεγαν Κύκλωπα.
Πανικοβλήθηκε ο άνθρωπος και χάρηκε μαζί. Φτερούγισε η ελπίδα στην καρδιά του, πέταξε το σπαθί, μάζεψε το χρυσάφι και γύρισε γρήγορα στα παιδιά του. Στο μεταξύ, ήρθε ο Κύκλωπας στο λάκκο και βλέποντας αντί για το χρυσάφι το σπαθί, το άρπαξε και αυτοκτόνησε.
(Μύθοι του Αισώπου)

Τα ποντίκια και οι γάτες

Τα ποντίκια και οι γάτες


Κάποτε οι γάτες κήρυξαν πόλεμο στα ποντίκια και τα κατατρόπωσαν. Τα ποντίκια, ξέροντας πως νικήθηκαν απ’ την αδυναμία και τη δειλία τους, διόρισαν αρχηγούς και στρατηγούς. Οι αρχηγοί μόλις εκλέχτηκαν λοιπόν, αποφάσισαν να ξεχωρίσουν απ’ τους άλλους κι έβαλαν κέρατα στα κεφάλια τους, για να δείχνουν τάχα πιο γενναίοι.
Στο μεταξύ, οι γάτες ξανάκαναν επίθεση και τους έστρωσαν στο κυνήγι. Τα ποντίκια έτρεξαν γρήγορα και χώθηκαν στις τρύπες τους. Έτρεξαν κι οι αρχηγοί τους, αλλά τα κέρατα τους εμπόδισαν να τρυπώσουν κι οι γάτες τους κατασπάραξαν

(Μύθοι του Αισώπου)

Το παγώνι και το κοράκι

Το παγώνι και το κοράκι

Κάποτε τα πουλιά συγκάλεσαν γενική συνέλευση με θέμα το πιο απ’ όλα άξιζε τον τίτλο του βασιλιά. Είπε λοιπόν το παγώνι: «Φυσικά, ο τίτλος του βασιλιά ανήκει σε μένα, γιατί είμαι το πιο ωραίο και φανταχτερό».
Τ’ άλλα πουλιά καλύφθηκαν από την τοποθέτηση, όλα, εκτός απ’ το κοράκι που βγήκε στη μέση και είπε: «Για πες μας τώρα, αν γίνεις βασιλιάς κι εμφανιστεί ο αετός, θα μπορέσεις να μας προστατεύσεις;»

(Μύθοι του Αισώπου)

Ο νέος και η γριά

Ο νέος και η γριά

Κάποιος νέος ταξίδευε μες στο λιοπύρι κι έτυχε να συναντήσει μια γριά που πήγαινε στο ίδιο μέρος. Βλέποντάς την να αγκομαχάει από τη ζέστη και την κούραση, κατάλαβε πως απ’ ώρα σ’ ώρα θα κατέρρεε. Έτσι, την πήρε στην πλάτη του και συνέχισαν.
Όμως εκεί που πήγαιναν, ο νέος έβαλε πονηρά πράγματα στο νου του και φούντωσε κι ερεθίστηκε και σηκώθηκε το εργαλείο του. Χωρίς να χάσει καιρό, ακούμπησε τη γριά στη γη κι άρχισε τα παιχνίδια.
«Τι μου κάνεις;» τον ρώτησε εκείνη, τάχα ανήξερα.
«Να, ξέρεις, επειδή παραβάρυνες, είπα να σε τρίψω λίγο να ελαφρύνεις» απάντησε εκείνος και την πήδηξε κανονικά. Μόλις τελείωσε, τη φορτώθηκε πάλι και ξαναπήρανε το δρόμο.
Δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν άκουσε τη γριά να λέει: «Αν σε βαραίνω, μπορείς να με τρίψεις πάλι, να ελαφρύνω!».

(Μύθοι του Αισώπου).

Ο φονιάς

Ο φονιάς

Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, ζούσανε στην Αίγυπτο δυο άνθρωποι, που τα σπίτια τους και τα χωράφια τους γειτόνευαν. Ο ένας όμως ήτανε δουλευτάρης και ο άλλος ακαμάτης.
Από το πρωί ως το βράδυ ο δουλευτάρης όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε, σκάλιζε, πότιζε, θέριζε, ανάλογα με την εποχή που ήτανε, κι όταν τέλειωνε τη δουλεία του στα χωράφια και γυρνούσε στο σπίτι του, κάτι έβρισκε κι εκεί να κάνει. Πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε κανένα παράθυρο που είχε σπάσει, πότε περιποιότανε τις κότες του, πότε σκάλιζε τα λαχανικά του. Όλο δούλευε κι όλο πρόκοβε και, σιγά – σιγά, έγινε ο πιο πλούσιος τους τόπου.
Ο γείτονάς του, ο ακαμάτης, έβρισκε πάντοτε προφάσεις για να μη δουλέψει. Το πρωί δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο δουλευτάρης, αλλά κοιμόταν ώσπου ο ήλιος ανέβαινε ένα κοντάρι στον ουρανό, γιατί έλεγε πως, όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο ξεκούραστος θα’ ταν και τόσο πιο καλά θα δούλευε στο χωράφι του. Αλλά όταν έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια μεσημέρι, κι έτσι, δεν του έμεναν και πολλές ώρες δουλειάς. Χρόνο με το χρόνο γινότανε φτωχότερος, ώσπου έγινε ο πιο φτωχός του χωριού.
Ζήλευε λοιπόν το γείτονά του τον δουλευτάρη κι έλεγε πως εκείνος ήτανε μάγος κι έκανε μάγια στα δικά του τα χωράφια να δίνουν πολύ καρπό, και στο χωράφι του γείτονά του να μη δίνει καθόλου.
Μια μέρα, οι δυο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους, κι επειδή ο δουλευτάρης είπε ότι μόνο με τη δουλειά προκόβει κανείς, ο ακαμάτης θύμωσε και σηκώνοντας το τσεκούρι του, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Οι συγγενείς του δουλευτάρη έτρεξαν να τον σηκώσουν κι όταν είδαν πως ήταν πια πεθαμένος, άρχισαν να κυνηγούνε το φονιά.
Αλλ’ ο ακαμάτης είχε προχωρήσει πολύ και τους ξέφυγε, τρέχοντας προς το Νείλο.
Στρέφοντας πίσω του είδε πως οι συγγενείς του σκοτωμένου ήταν ακόμη μακριά, αλλά έτρεχαν κι αυτοί προς το ποτάμι. θέλησε τότε να εξακολουθήσει το δρόμο του αλλά, ξαφνικά, είδε να παρουσιάζεται ένας λύκος.
Φοβήθηκε πως ο λύκος θα τον φάει, γιατί δεν είχε κανένα όπλο μαζί του να τον χτυπήσει.
Καθώς κοιτούσε γύρω του με απελπισία, για να βρει τρόπο να σωθεί, πρόσεξε μια ψηλή χουρμαδιά που βρισκότανε στην όχθη του ποταμού και που τα μεγάλα , πλατύφυλλα κλαδιά της έγερναν πάνω από τον ποταμό.
«Σώθηκα!» μουρμούρισε. Τώρα θα γλιτώσω κι από το λύκο και από τους ανθρώπους.
Κι έτρεξε προς τη χουρμαδιά, σκαρφάλωσε στον κορμό της και , σιγά-σιγά, ανέβηκε ως τα πρώτα κλαδιά και κρύφτηκε στα πλατιά φυλλώματα.
Ο λύκος, βλέποντας πως του ξέφυγε ο άνθρωπος, έτρεξε κι αυτός να φύγει, για να βρει κάποιο άλλο κυνήγι.
Ξαφνικά ο φονιά άκουσε κάτι να σέρνεται μέσα στα κλαδιά πάνω από το κεφάλι του. Κοιτάζει και τι να δει: ένα θεόρατο φίδι σερνόταν ανάμεσα στα κλαδιά, σφυρίζοντας.
Κοίταξε κάτω τρομαγμένος, ο λύκος είχε φύγει, αλλ’ οι συγγενείς του σκοτωμένου πλησίαζαν τρέχοντας κι ασφαλώς θα τον έβλεπαν, όταν κατέβαινε από το δέντρο, και θα τον έπιαναν. Κι ήξερε πως άμα έπεφτε στα χέρια τους, ήταν χαμένος!
Μη έχοντας τι άλλο να κάνει σκέφτηκε: «Θα πηδήσω στο νερό, και θα βγω κολυμπώντας στην αντικρινή όχθη του ποταμού».
Και πήδησε αμέσως στο νερό.
Αλλά ο Νείλος είναι γεμάτος κροκόδειλους κι ένας από αυτούς, μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει, όρμησε απάνω του, άνοιξε το τεράστιο στόμα του και τον έκοψε στη μέση.
Κι έτσι, ο φονιάς βρήκε την τιμωρία του.
(Μύθοι του Αισώπου)

Οι δυο φίλοι και η αρκούδα

Οι δυο φίλοι και η αρκούδα


Κάποτε δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο. Περπατούσαν σε ένα δρόμο άγνωστο μέσα από βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους.
Εκεί που περπατούσαν και συζητούσαν για να περάσει η ώρα, ξαφνικά μια αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά τους, στην μέση του δρόμου. Ο ένας άντρας, έτρεξε γρήγορα σε ένα κοντινό δέντρο, άρπαξε ένα κλαδί και σκαρφάλωσε. Έτσι κατάφερε να γλιτώσει από την αρκούδα που δεν τον έβλεπε. Ο άλλος άντρας, έμεινε για μια στιγμή ακίνητος και μετά έπεσε στο έδαφος με σκοπό να υποκριθεί ότι είναι νεκρός.
Το άγριο θηρίο, έτρεξε αμέσως πάνω από τον άντρα που ήταν στο έδαφος, με σκοπό να αρπάξει το θύμα του. Με τα γαμψά αρκουδίσια νύχια της, σήκωσε τον κακόμοιρο άντρα από το έδαφος. Τα πόδια και τα χέρια του άντρα είχαν γίνει, από τον φόβο του, τόσο άκαμπτα και παγωμένα ώστε η αρκούδα νόμισε ότι πραγματικά είχε βρει ένα πτώμα. Έτσι, παρά τον θυμό της, εγκατέλειψε τον άντρα και έφυγε μακριά, για να πάει στην φωλιά της.
Όταν ο άλλος αισθανόταν πλέον ασφαλής αφού δεν έβλεπε την αρκούδα κατέβηκε από τον δέντρο και ρώτησε τον σύντροφο του θέλοντας να κάνει και τον έξυπνο «Πες μου φίλε μου, τι σου είπε η αρκούδα όταν ήσουν ξαπλωμένος, τρέμοντας από τον φόβο; Πρέπει να σου είπε πολλά πράγματα σε αυτήν την μακριά συζήτηση σας».
Κι εκείνος του απάντησε: «Να μην ταξιδεύω από δω και μπρος με φίλους που με εγκαταλείπουν την ώρα του κινδύνου».

(Μύθοι του Αισώπου)

Το μονόφθαλμο ελάφι

Το μονόφθαλμο ελάφι

Ένα ελάφι είχε χάσει το ένα του μάτι μια μέρα που το κυνηγούσαν κάποιοι κυνηγοί κι έτρεχε να σωθεί. Προσπαθώντας να τους ξεφύγει, ένα ξερόκλαδο είχε μπει στο μάτι του και είχε τυφλωθεί. Από τότε έπρεπε να ‘ναι πολύ προσεκτικό και να γυρίζει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά για να βλέπει μήπως το κυνηγάνε.
Μια μέρα έφτασε σε μια πυκνοφυτεμένη πλαγιά που κατέβαινε μέχρι την άκρη της θάλασσας.
- Ωραίο μέρος, σκέφτηκε το ελάφι. Εδώ μπορώ να βόσκω με ασφάλεια. Δε χρειάζεται να γυρίζω το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά. Θα στέκομαι πάντα με το γερό μου μάτι προς τη στεριά, αφού μόνο από εκεί κινδυνεύω.
Πέρασε καιρός και το ελάφι ζούσε εκεί ευτυχισμένο, ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από εκείνη την ακρογιαλιά μια βάρκα με κυνηγούς που πήγαιναν σ’ ένα διπλανό νησί. Οι κυνηγοί είδαν το ελάφι που έβοσκε αμέριμνο και του έριξαν ένα βέλος.
Το δύστυχο ζώο σωριάστηκε στο χώμα και καθώς ξεψυχούσε μουρμούρισε:
- Εγώ φυλαγόμουν από τη στεριά κι ο θάνατος ήρθε απ’ τη θάλασσα.

(Μύθοι του Αισώπου).

Ο γάιδαρος και η σκιά του

Ο γάιδαρος και η σκιά του

Κάποτε, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη. Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση. Ο ταξιδιώτης κατέβηκε απ’ τον γάιδαρο και κάθισε να ξεκουραστεί στη σκιά του, μια κι εκεί γύρω δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης.
- Σήκω αμέσως από ‘κει, φώναξε το αφεντικό του γαϊδάρου. Αυτή η θέση είναι δική μου.
- Αφού σε πλήρωσα! Είπε ο ταξιδιώτης.
- Με πλήρωσες για το γάιδαρο κι όχι για τη σκιά του.
Κι ενώ οι δύο άντρες μαλώνανε, ο γάιδαρος, που δεν άντεχε άλλο τις φωνές τους, το ’σκασε και του άφησε χωρίς σκιά και χωρίς μέσο να διασχίσουν την έρημο.

(Μύθοι του Αισώπου)

Το παιδί και το ζωγραφισμένο λιοντάρι

Το παιδί και το ζωγραφισμένο λιοντάρι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος κτηματίας, που δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, παρά τον μονάκριβο γιο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φοβητσιάρης, φοβόταν ακόμα και την ίδια του τη σκιά. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιό του τον έφαγε ένα λιοντάρι. Ο κτηματίας φοβήθηκε πάρα πολύ κι επειδή δεν ήθελε το όνειρο αυτό να βγει αληθινό, κάλεσε τους καλύτερους μαστόρους κι έχτισε ένα σπίτι με πολλά δωμάτια, σωστό παλάτι. Το μέγαρο αυτό όμως είχε τα παράθυρά του πολύ ψηλά, τις πόρτες του πάντα κλειδωμένες και περιστοιχιζόταν από έναν ψηλό φράχτη. Εκεί μέσα κρατούσε κλειδωμένο το μοναχογιό του ο κτηματίας. Και για να μη στενοχωριέται το παιδί, ο κτηματίας κάλεσε ένα σπουδαίο ζωγράφο και του ζήτησε να ζωγραφίσει όλους τους τοίχους του σπιτιού.
Ο ζωγράφος γέμισε τους τοίχους με όλων των ειδών τις ζωγραφιές: με θάλασσες όπου κολυμπούσαν φάλαινες και δελφίνια, με τον ουρανό όπου πετούσαν πλήθος πουλιά, με άγρια και πυκνά δάση όπου τριγυρνούσαν δεκάδες αγρίμια.
Ο νεαρός γιος του κτηματία βαριόταν κι έπληττε κλεισμένος μέρα νύχτα μέσα στο σπίτι. Τριγύριζε λοιπόν στα δωμάτια και κοίταζε τις πανέμορφες ζωγραφιές. Μια μέρα μπήκε σ’ ένα δωμάτιο και στάθηκε μπροστά σ’ έναν τοίχο, στον οποίο ο ζωγράφος είχε ζωγραφίσει ένα άγριο δάσος κι ανάμεσα στα δέντρα ένα μεγάλο και περήφανο λιοντάρι.
- Βρωμοθηρίο, σε μισώ! Είπε το αγόρι θυμωμένο. Επειδή ο πατέρας μου φοβήθηκε όταν σε είδε μια νύχτα στον ύπνο του, βρίσκομαι τώρα εγώ εδώ μέσα, κλειδωμένος και ολομόναχος.
Και πάνω στο θυμό του το αγόρι άπλωσε τα χέρια του κι άρχισε να ξύνει με μανία τη ζωγραφιά του λιονταριού στον τοίχο. Όμως μια αγκίδα από την ξύλινη επένδυση χώθηκε στο χέρι του και το πόνεσε πολύ. Το αγόρι πήγε αμέσως στο κρεβάτι του και περίμενε να γυρίσει την επόμενη μέρα ο πατέρας του από την πόλη όπου είχε πάει, για να καλέσει το γιατρό.
Το παιδί όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι από τους πόνους και την άλλη μέρα το πρωί είδε πως το χέρι του, στο σημείο που είχε χωθεί η αγκίδα, ήταν κατάμαυρο και είχε πρηστεί. Μόλις γύρισε ο κτηματίας, φώναξε αμέσως ένα σπουδαίο γιατρό, αλλά παρά τα φάρμακα και τα βότανα, ο γιατρός δεν κατάφερε τίποτα, γιατί η πληγή είχε ήδη κακοφορμίσει, με αποτέλεσμα το αγόρι να πεθάνει την επόμενη μέρα.
Ο πλούσιος κτηματίας ήταν απαρηγόρητος. Το όνειρο που είχε δει είχε βγει αληθινό κι ο αγαπημένος του γιος, παρ’ όλα όσα είχε κάνει για να τον προφυλάξει από τα πραγματικά λιοντάρια, είχε πεθάνει εξαιτίας ενός ζωγραφισμένου λιονταριού.

(Μύθοι του Αισώπου)


Ο Γεωργός και τα Παιδιά του

Ο Γεωργός και τα Παιδιά του

 

Κάποτε ένας γεωργός αρρώστησε βαριά. Κάθε μέρα που περνούσε όλο και χειροτέρευε. Τότε κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του και κάλεσε κοντά του τους δύο γιους του , που ήταν δυνατά και γεροδεμένα παλικάρια , αλλά είχαν ένα μεγάλο ελάττωμα : την τεμπελιά.
Έτσι με αδύνατη και κουρασμένη φωνή τους είπε :
- Παιδιά μου εγώ τώρα φεύγω απ' αυτόν τον κόσμο και αφήνω στα χέρια σας ότι έχω. Εγώ δούλεψα όσο μπορούσα. Τώρα είναι η σειρά σας να δουλέψετε για να μη χαθούν όλα αυτά που θα σας αφήσω. Μέσα στο αμπέλι λοιπόν σας έχω αφήσει όλη μου την περιουσία. Τον θησαυρό τον έχω κρύψει πολύ καλά αλλά αξίζει τον κόπο που θα κάνετε για να τον βρείτε γιατί θα σας κάνει πλούσιους. Προσέξτε όμως καλά. Θα είναι δικός σας μόνο αν τον βρείτε χωρίς να χαλάσετε τα κλήματα από το αμπέλι. Και κάτι ακόμα : να τον μοιράσετε δίκαια....
Και μ' αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τα παιδιά του.
Τα παιδιά πέρασαν μέρες λύπης . Τα τελευταία λόγια του πατέρα τους ερχόταν συνέχεια στο μυαλό τους.
Έτσι ένα ωραίο πρωινό στις αρχές της άνοιξης πήραν από ένα τσαπί κι από ένα κλαδευτήρι και τράβηξαν κατά το αμπέλι.
Όταν έφτασαν λοιπόν στο αμπέλι κοίταξαν ολόγυρα πολλή ώρα. Κανένα όμως σημάδι δεν έδειχνε πως εκεί μπορούσε να είναι ο θησαυρός.
-Νομίζω ότι πρέπει να σκάψουμε βαθιά όλο το αμπέλι. Έτσι όπου και να βρίσκεται θα τον βρούμε είπε ο ένας.
-Να μη χάνουμε λοιπόν καιρό , είπε ο δεύτερος.
Με τις τσάπες τους έσκαβαν βαθιά στο χώμα και το αναποδογύριζαν.
-Τα κλαδιά μας εμποδίζουν , είπε ο ένας.
-Ας τα κλαδέψουμε είπε ο άλλος.
Συνεχίζοντας έτσι έφτασαν στο τέλος. Έσκαψαν και την τελευταία πιθαμή αλλά ο θησαυρός πουθενά ! Απογοητευμένοι γύρισαν στο σπίτι τους...
Πέρασε καιρός ήρθε το Καλοκαίρι και στη συνέχεια το Φθινόπωρο . Ήταν η εποχή να τρυγήσουν και τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν πάλι για τ' αμπέλι .
Μα εκεί , με μεγάλη έκπληξη είδαν τις βέργες με τόσα πολλά σταφύλια που ακουμπούσαν τη γη !
Άρχισαν με χαρά να κόβουν τα σταφύλια , να γεμίζουν τα κοφίνια και να τα σωριάζουν στα πατητήρια. Η σοδιά του αυτό το χρόνο ήταν... θησαυρός!
Πουλούσαν τα σταφύλια και άλλα τα έκαναν κρασί και το πουλούσαν κι αυτό. Κι έπαιρναν χρήματα , τα σώριαζαν πάνω στο τραπέζι και τα μοίραζαν δίκαια, όπως τους είχε πει ο πατέρας τους.
Έτσι θησαυρό μπορεί να μη βρήκαν, όμως οι κόποι τους ξεπληρώθηκαν με το παραπάνω!

(Άισώπου μύθοι)



Η γυναίκα και οι δουλειές

Η γυναίκα και οι δουλειές 

 

Ζούσε κάποτε μια χήρα, που ήτανε πλούσια κι είχε δούλες. Είχε σπίτι μεγάλο και χωράφια κι ήτανε τόσο εργατική ώστε μόλις λαλούσε ο πετεινός της, σηκωνότανε από το κρεβάτι της, ξυπνούσε και τις δούλες κι άρχιζε αμέσως τις δουλειές. Έπρεπε να συγυρίσουν το σπίτι, να ζυμώσουν, να ψήσουν ψωμί, να μαγειρέψουν, να ταΐσουν και τις κότες, να βγάλουν και την κατσίκα και τη γελάδα στο λιβάδι για να βοσκήσουν, να κουβαλήσουν το ψωμί και το φαγητό σε εκείνους που δούλευαν στα χωράφια.

Οι δουλειές ήταν αμέτρητες κάθε μέρα κι οι δούλες βαρυγκωμούσαν,
- Δεν είναι κατάσταση αυτή, έλεγαν.
- Θα πεθάνουμε στα πόδια μας.
- Μας ξυπνάει προτού καλά-καλά χαράξει.
- Μόλις λαλήσει εκείνος ο καταραμένος ο πετεινός της.
Μια δούλη είπε τότε στις άλλες.
- Εκείνος ο πετεινός της τα φταίει όλα. Αν δεν λαλούσε, νύχτα ακόμα, εμείς θα κοιμόμαστε ως το πρωί.
- Πετεινός είναι, θα λαλήσει. Πώς θα τον εμποδίσουμε;
- Να τον πνίξουμε, πρότεινε μια δούλα.

Οι άλλες βρήκαν σωστή τη συμβουλή της και, το ίδιο βράδυ μπήκαν κρυφά στο κοτέτσι κι έπνιξαν τον πετεινό.
Αλλά βγήκε χειρότερα γι' αυτές. Γιατί, η χήρα, τώρα που δεν είχε τον πετεινό της να την ξυπνάει με το λάλημά του ξυπνούσε πολύ πιο νωρίς, γιατί φοβότανε μήπως δεν προφτάσει τις δουλείες της και ξυπνούσε, από εκείνη την ώρα και τις δούλες της.

(Μύθοι του Αισώπου)

Το Λιοντάρι, ο Κυνηγός και ο Λοτόμος

Το Λιοντάρι, ο Κυνηγός και ο Λοτόμος 

 

Μια φορά ένας κυνηγός, ξεκίνησε να κυνηγήσει ένα λιοντάρι, που του είχε κάνει μεγάλες ζημιές, γιατί είχε μπει νύχτα στα κτήματά του και του είχε κατασπαράξει βόδια κι άλογα. Κίνησε λοιπόν χαράματα, οπλισμένος να εξοντώσει εκείνο το αγρίμι που του έκανε τόσες καταστροφές.
Έξω από το κτήμα του, βρήκε εύκολα τα χνάρια του θηρίου. Στην αρχή, ήτανε μια πλατιά, ματωμένη γραμμή, που έδειχνε πως το λιοντάρι έσερνε στο χώμα τα θύματά του, που τα είχε σκοτώσει πια.
Έπειτα, σε μια πλαγιά, βρήκε κόκαλα από τα ζώα που είχε χάσει:
εκεί θα είχε καθίσει το αγρίμι για να τα ξεκοκαλίσει με την ησυχία του.
Τα χνάρια του λιονταριού διακρίνονταν τώρα καθαρά πάνω στο χώμα: τα πόδια του ήταν καταματωμένα, καθώς τα είχε βουτήξει μέσα στα σπλάχνα των θυμάτων του, την ώρα του τα ‘τρωγε κι έτσι, στο χώμα, διακρίνονταν καφετιές οι βαριές πατημασιές του.
Ο κυνηγός τις ακολούθησε, ώσπου έφτασε σε μια πηγή. Εκεί το λιοντάρι θα στάθηκε για να σβήσει τη δίψα του και, φλογισμένο καθώς ήταν από το πολύ φαγητό, θα χώθηκε ολόκληρο στην πηγή, γιατί, από κει και πέρα, δεν διακρίνονταν πια καφετιά σημάδια στο χώμα.
Ωστόσο, ο κυνηγός ακολούθησε τα χνάρια του λιονταριού λίγο διάστημα κι έπειτα τα 'χασε, γιατί ο τόπος ήταν όλο πέτρες. Είχε μπει πια μέσα στο δάσος και τώρα του ήτανε πολύ δύσκολο ν' ανακαλύπτει τα λιγοστά ίχνη, που άφησε στο πέρασμά του το θηρίο: καμιά πατημασιά σε μέρος που υπήρχε χώμα, καμιά μακριά τρίχα από τη χαίτη του, που είχε κολλήσει πάνω σε πέτρα.
Προχωρώντας, έτσι, ο κυνηγός έφτασε σ' ένα μέρος όπου κάποιος λοτόμος έκοβε δέντρα.
-Καλημέρα! Του είπε ο λοτόμος.
-Καλημέρα.
- Σε βλέπω οπλισμένο βαριά. Είσαι κυνηγός;
- Ναι. Ένα λιοντάρι, που μου ‘φαγε άλογα και βόδια. Παρακολουθώ τα χνάρια του από το πρωί, αλλά τα έχασα γιατί είναι πετρότοπος και δεν φαίνονται καθαρά. Μήπως είδες εσύ τίποτε αχνάρια λιονταριού;
- Αχνάρια δεν είδα γιατί δεν κοίταξα. Ξέρω όμως πού είναι η σπηλιά όπου μένει το λιοντάρι. Θέλεις να σου την δείξω;
- Όχι, όχι, σ' ευχαριστώ, βιάστηκε να του πει ο κυνηγός. Εγώ τα χνάρια του λιονταριού σου ζήτησα να μου δείξεις, κι όχι τη σπηλιά του.

Κι έφυγε κατατρομαγμένος, σαν να ‘βλεπε μπροστά του το ίδιο το λιοντάρι. Γιατί ο κυνηγός, εδώ που τα λέμε, ήτανε θρασύδειλος κι ένας θρασύδειλος παριστάνει το παλικάρι μόνο όταν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος.

(Αισώπου μύθοι)

Το Λιοντάρι και το Ποντίκι

Το Λιοντάρι και το Ποντίκι

 

Μια φορά ένα λιοντάρι κοιμότανε στη σπηλιά του. Είχε φάει αποβραδίς, ένα βόδι ολόκληρο, είχε πιεί μπόλικο νερό και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο κι έβλεπε όνειρα λιονταρίσια.
Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του πως κάτι το γαργαλούσε, σαν να περπατούσε κάποιος - πολύ ελαφρά είν' αλήθεια - πάνω στο κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του και τι να δει: ήταν ένα ποντίκι!
Θύμωσε τότε το ποντίκι που ένα τόσο ταπεινό και μικρούλικο ζωάκι τόλμησε να του χαλάσει την ησυχία του κι αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το χάψει.
Αλλά το ποντίκι άρχισε να το παρακαλάει κλαίγοντας:
- Άφησέ με βασιλιά μου να ζήσω κι εγώ μπορεί μια μέρα να σου ξεπληρώσω την καλοσύνη που θα μου κάνεις.

Το λιοντάρι, που ήτανε πια χορτάτο και δεν μπορούσε να φάει ούτε έναν ποντικό, γέλασε με τα λόγια που άκουσε και είπε:
- Σου χαρίζω τη ζωή, μόλο που ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις!

Κάποτε όμως το λιοντάρι έπεσε σ' ένα λάκκο - παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι κυνηγοί, κι εκείνοι του έδεσαν τα πόδια με χοντρά σκοινιά και το άφησαν για να πάνε στο χωριό τους να φέρουν κι άλλους ανθρώπους, να τους βοηθήσουν, για να το κουβαλήσουν, επειδή ήταν πολύ βαρύ.
Ύστερα από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από εκεί ο ποντικός και άκουσε βογκητά.
Κατέβηκε τότε στο λάκκο, είδε το δεμένο λιοντάρι και το γνώρισε.
- Κάποτε μου χάρισες τη ζωή, του είπε. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω.
- Εσύ θα με ελευθερώσεις; Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι. Πώς είναι δυνατό;
- Τώρα θα δεις είπε το ποντίκι.

Κι άρχισε, με τα σουβλερά του δόντια, να ροκανίζει τα χοντρά σκοινιά, που έδεναν τα πόδια του λιονταριού.
Ύστερα από τρεις-τέσσερις ώρες, τα σκοινιά ήταν κομμένα και το λιοντάρι μπόρεσε, μ' ένα πήδημα, να βγει από το λάκκο - παγίδα.
Δεν έφυγε όμως αμέσως, γιατί περίμενε να σκαρφαλώσει και το ποντίκι απάνω, μια που κι αυτό δεν μπορούσε να βγει μ' ένα πήδημα.
-Σ' ευχαριστώ πολύ! Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι.
-Σου είχα υποσχεθεί πως θα ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες, και κράτησα την υπόσχεσή μου, αποκρίθηκε το ποντίκι. Τότε γέλασες μαζί μου, γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύνατο ποντίκι, θα μπορούσα να βοηθήσω εσένα, το βασιλιά των αγριμιών. Πρέπει να ξέρεις, όμως, πως κι οι πιο αδύνατοι μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που κάνουν οι δυνατότεροί τους.

 (Αισώπου μύθοι)


Ο Κάβουρας κι η Αλεπού

Ο Κάβουρας κι η Αλεπού 

 

Ζούσε, κάποτε, ένας κάβουρας σε μιαν ακρογιαλιά.
Ήταν πολλά καβούρια σε εκείνη την ακρογιαλιά, που ζούσαν ανάμεσα στους βράχους και στα φύκια και, καμιά φορά, έβγαιναν για λίγο στην αμμουδιά, ως εκεί που έφτανε το κύμα της θάλασσας, κι έπειτα ξαναγυρνούσαν στις φωλιές τους.
Εκεί, ανάμεσα στα βράχια και στα φύκια, που πότε τα σκέπαζε και πότε τα ξεσκέπαζε η θάλασσα, ζούσαν όλα μαζί τα καβούρια., έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόντουσαν. Κι εκεί στις πιο βαθιές σπηλίτσες, ή κάτω από βραχάκια, που σχημάτιζαν κουφάλα, κρύβονταν όταν τα απειλούσε κάποιος κίνδυνος.
Αλλ' αυτός ο κάβουρας είχε βαρεθεί να ζει όπως τα άλλα τα καβούρια. Όταν ανέβαιναν στην ακρογιαλιά και τα άλλα έτρεχαν να ξαναπέσουν στο νερό, αυτός αργοπορούσε και καμιά φορά προχωρούσε λίγα μέτρα στην αμμουδιά, γιατί ήθελε να δει πώς είναι ο κόσμος της στεριάς.
Τέλος, μια μέρα, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη θάλασσα.
Προχώρησε ως την αμμουδιά, ώσπου βρήκε ένα ποταμάκι που κυλούσε ανάμεσα στις πέτρες και ανέβηκε στην κοίτη του ποταμού για να δει τι είναι πιο πέρα.
Έφτασε, έτσι, σ' ένα δάσος και παραξενεύτηκε γιατί ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει δέντρα και στην αρχή, νόμισε πως είναι κατάρτια καραβιών.
Αλλά καθώς προχωρούσε θαυμάζοντας αυτά που έβλεπε γύρω, τον είδε μια πεινασμένη αλεπού και πήδησε απάνω του για να τον φάει.
«Καλά να πάθω!», είπε μέσα του ο καημένος ο κάβουρας. «Αφού ήμουνα θαλασσινός, τι γύρευα στη στεριά;»

(Μύθοι Αισώπου)

Η χελώνα που ήθελε να πετάξει

Η Χελώνα που ήθελε να πετάξει 

 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.
- Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. Σέρνω µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να 'µουνα κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πώς ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά.

Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονο της και τη λυπήθηκαν.
- Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις, κυρα - χελώνα; τη ρώτησαν.
- Αν θέλω; απάντησε η χελώνα.
Από τη χαρά της, η χελώνα, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια.
-Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Να πετάξω µια φορά κι ας πεθάνω! που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς;
- Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε η µια πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ και η αδελφή µου θα πιάσουµε µε τα ράµφη µας τις δυο άκρες και θα σε πάρουµε µαζί µας.
- Ναι, ναι! φώναξε ενθουσιασµένη η χελώνα. Ωραία ιδέα! Εµπρός, ας µην αργούµε!
Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες µε τα ράµφη τους, τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα µαζί τους.
Το πόσο χαιρόταν η χελώνα, δε λέγεται! Τι όµορφα ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους είχε πραγµατοποιήσει το µεγάλο όνειρο της! Πετούσε! Όµως, µέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της και για µια στιγµή πίστεψε ότι θα µπορούσε να πετάξει και µόνη της!
Έτσι, η κουτή, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια της και, φυσικά, µε το µεγάλο βάρος που είχε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε.
Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να είναι ευχαριστημένο με τη μορφή που του έδωσε ο Θεός και να μη ζηλεύει τα άλλα πλάσματα.

(Μύθοι του Αισώπου)




Ο Γάιδαρος και το αλάτι

Ο Γάιδαρος και το αλάτι 

 

Ήτανε μια φορά ένας χωρικός που είχε ένα γάιδαρο και τον χρησιμοποιούσε για να κάνει τις διάφορες δουλειές του.
Επειδή ο γάιδαρός του ήταν πολύ χρήσιμος, τον αγαπούσε και τον περιποιόταν και, πολλές φορές, του συγχωρούσε και τα γαϊδουρινά του πείσματα.
Μια μέρα, ο χωρικός φόρτωσε κοφίνια με αλάτι το γάιδαρο, και κίνησε να τα πάει στο διπλανό χωριό, όπου θα μπορούσε να τα πουλήσει. Όμως, για να φτάσουν σ' αυτό το χωριό, έπρεπε να περάσουν ένα ποτάμι.
Καθώς λοιπόν το περνούσαν, ο γάιδαρος παραπάτησε και βούλιαξε μέσα στο νερό. Το αλάτι, όμως, μόλις βρέθηκε μέσα στο νερό, έλιωσε κι έτσι ο γάιδαρος σηκώθηκε πιο αλαφρός από μέσα.
Ο χωρικός στενοχωρήθηκε πολύ που έχασε το αλάτι, αλλά ο γάιδαρος ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Μια άλλη μέρα, ο χωρικός φόρτωνε ξανά κοφίνια το γάιδαρο, αλλά, αυτή τη φορά, τα κοφίνια είχαν μέσα σφουγγάρια. Ο γάιδαρος νόμιζε πως θα μπορούσε να γλιτώσει και τώρα από το φορτίο του και έτσι, την ώρα που περνούσαν ξανά από το ποτάμι, έκανε πως γλίστρησε και βούλιαξε ξανά μες το νερό.
Όμως τα σφουγγάρια ήπιαν νερό και βάρυναν, κι έτσι ο γάιδαρος δεν μπόρεσε να βγει στην επιφάνεια και πνίγηκε.

(Μύθοι Αισώπου)

Το Άλογο, το Βόδι, ο Σκύλος και ο Άνθρωπος

Το Άλογο, το Βόδι, ο Σκύλος και ο Άνθρωπος


Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα, που θα τον κατοικούσαν, όριζε, στο καθένα από αυτά, πόσα χρόνια θα ζούσε.
Σ' όλα, όπως στη θαλασσινή χελώνα λόγου χάριν, όρισε να ζει ως τριακόσια χρόνια, σ΄ άλλα, σαν το κοράκι για παράδειγμα, διακόσια, στον ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια, στις πεταλούδες τρεις μέρες.
Κι επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από το Δία και τότε θ' άρχιζαν να ζούνε, κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε ορίσει.
Αφού έφτιαξε όλα τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ' αυτόν έδωσε και κάτι, που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.
-Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω; Ρώτησε ο άνθρωπος.
-Σαράντα! Του απαντάει ο Δίας.
-Καλά! Λέει ο άνθρωπος.
Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι, λόγου χάρη, ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας.
Όταν βγήκε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη, όλα ήτανε όμορφα γύρω του, αλλά, τις νύχτες έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα, όπως τα άλλα ζώα, για να προφυλάσσεται, σκέφτηκε να φτιάξει. Μάζεψε φύλλα τα ‘ραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρησιμοποίησε προβιές αγριμιών.
Έπειτα είδε πως τα πουλιά χτίζανε φωλιά, και σκέφτηκε κι αυτός να φτιάξει μια φωλιά, αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω, κι όχι ξέσκεπη, όπως οι φωλιές των πουλιών.
Με το λογικό, λοιπόν, που του είχε χαρίσει ο Δίας, έφτιαξε ένα σπίτι με σκέπη, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα, που του χρησίμευαν για να βλέπει τι γίνεται έξω, χωρίς να αναγκάζεται να βγαίνει από το σπίτι του.
Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούνε κανένα δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος, όμως, είχε το σπίτι του, κι έτσι είχε όσο ίσκιο ήθελε.
Ήρθε κι ο χειμώνας κι άρχισαν οι βροχές, τα κρύα, τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινότανε μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου.
Ένα βράδυ, που έκανε κρύο δυνατό, χτύπησαν την πόρτα του.
- Ποιος είναι; Ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.
- Είμαι εγώ, το άλογο, ακούστηκε απ' έξω μια φωνή. Πάρε με μαζί σου, άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω.
-Μου χαρίζεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου για να σε πάρω;
- Σου χαρίζω! Υποσχέθηκε το άλογο.

Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει.
Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.
-Πάρε με άνθρωπε, να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω! Τον παρακάλεσε.
- Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, είπε ο άνθρωπος.
-Μ' όλη μου την καρδιά, απάντησε το βόδι.

Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το ‘στρωσε στη δουλειά.
Το τρίτο βράδυ, ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.
- Πάρε με, άνθρωπε, στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω, του είπε.
- Εσύ για δουλειά δεν κάνεις, αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου, όταν θα λείπω, φτάνει να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου.
-Σου τα χαρίζω! Φώναξε ο σκύλος πρόθυμα.
Κι ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει, κι εκείνος το φύλαγε πιστά.
Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια. Μόνο που, όταν τελείωσε τα σαράντα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν εκείνο. Στο δέκα του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, στα τελευταία δέκα χρόνια, που είχε πάρει από το σκύλο, έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.
Γι' αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: είναι γιατί ζούνε τα χρόνια, του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου.


(Μύθοι Αισώπου)

Το λιοντάρι, ο Προμηθέας κι ο ελέφαντας

Το λιοντάρι, ο Προμηθέας κι ο ελέφαντας

Μια μέρα το λιοντάρι παρουσιάστηκε στον Προμηθέα.
-Έχω πολλά παράπονα του είπε.
-Με ποιον τα ‘χεις;
-Με σένα που μ' έπλασες.
Ο Προμηθέας παραξενεύτηκε.
-Με μένα τα ‘χεις τα παράπονα; ρώτησε. Μήπως δεν σ' έπλασα ένα αγρίμι μεγάλο κι όμορφο;
-Ναι, παραδέχτηκε το λιοντάρι.
-Μήπως δεν σου ‘δωσα δόντια δυνατά, που μπορείς να συντρίψεις μ' αυτά και τα πιο χοντρά κοκάλα;
-Μου τα ‘δωσες.
-Δεν σου έδωσα πόδια δυνατά και γρήγορα;
-Μου έδωσες.
-Δεν σου έδωσα νύχια δυνατά και κοφτερά;
-Κι αυτά μου τα έδωσες, παραδέχτηκε το λιοντάρι.
-Τότε, γιατί παραπονιέσαι με μένα, απόρησε ο Προμηθέας.
-Παραπονιέμαι γιατί, ενώ είμαι μεγάλο, όμορφο και δυνατό θηρίο, φοβάμαι τον πετεινό, του εξήγησε το λιοντάρι.
-Τότε με τον εαυτό σου να τα βάζεις και όχι με μένα. Η ψυχή η δική σου φοβάται τον πετεινό κι εγώ δεν έπλασα την ψυχή σου.
Το λιοντάρι κατέβασε το δυνατό του κεφάλι, γιατί δεν είχε τι να πει στον Προμηθέα, μια που εκείνος δεν είχε πλάσει την ψυχή του και μια που η ψυχή του έφταιγε, που φοβότανε τον πετεινό. Γύρισε λοιπόν στενοχωρημένο στο άγριο δάσος, όπου ζούσε και μερόνυχτα ολόκληρα βασανιζότανε μ' αυτή τη σκέψη: γιατί φοβότανε τον πετεινό;
Πώς θα ‘κανε να κατανικήσει εκείνο τον παράξενο φόβο του; Κι επειδή δεν έβρισκε καμιά λύση, αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
Την ώρα λοιπόν που πήγαινε να αυτοκτονήσει, αντάμωσε στο δρόμο του ένα πελώριο ελέφαντα, που κουνούσε διαρκώς τα τεράστια αυτιά του.
-Πες μου, τον ρώτησε περίεργο το λιοντάρι, γιατί κουνάς διαρκώς τα αυτιά σου;
-Κουράζομαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, του ομολόγησε ο ελέφαντας. Φοβάμαι αυτό το κουνούπι! Αυτό το μικροσκοπικό έντομο, που βουίζει διαρκώς, με κάνει και τρελαίνομαι από το φόβο μου, κι αλίμονό μου αν χωθεί μέσα, βαθιά στο αυτί μου.
Το λιοντάρι ακούγοντας εκείνα τα λόγια του ελέφαντα, γύρισε πίσω στη σπηλιά του.
«Τι ανόητο που ήμουν», έλεγε μέσα του, «να πηγαίνω να αυτοκτονήσω, γιατί φοβάμαι τον πετεινό. Εγώ είμαι πιο δυνατό κι από τον ελέφαντα ακόμη, μια που εγώ τουλάχιστον φοβάμαι τον πετεινό, ενώ εκείνος φοβάται το κουνούπι!»
Κι αποφάσισε να ζήσει, έστω κι αν φοβότανε τον πετεινό. Είχε πάρει, βλέπετε, θάρρος, μια που είδε πως υπήρχε και χειρότερος φόβος από το δικό του.

(Μύθοι Αισώπου)


Ο Δουλευτάρης κι ο Ακαμάτης

Ο Δουλευτάρης κι ο Ακαμάτης 

 

Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, ζούσανε στην Αίγυπτο δυο άνθρωποι, που τα σπίτια τους και τα χωράφια τους γειτόνευαν. Ο ένας όμως ήτανε δουλευτάρης και ο άλλος ακαμάτης.
Από το πρωί ως το βράδυ ο Δουλευτάρης όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε, σκάλιζε, πότιζε, θέριζε, ανάλογα με την εποχή που ήτανε, κι όταν τέλειωνε τη δουλεία του στα χωράφια και γυρνούσε στο σπίτι του, κάτι έβρισκε κι εκεί να κάνει. Πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε κανένα παράθυρο που είχε σπάσει, πότε περιποιότανε τις κότες του, πότε σκάλιζε τα λαχανικά του. Όλο δούλευε κι όλο πρόκοβε και, σιγά - σιγά, έγινε ο πιο πλούσιος τους τόπου.
Ο γείτονάς του, ο Ακαμάτης, έβρισκε πάντοτε προφάσεις για να μη δουλέψει. Το πρωί δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο Δουλευτάρης, αλλά κοιμόταν ώσπου ο ήλιος ανέβαινε ένα κοντάρι στον ουρανό, γιατί έλεγε πως, όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο ξεκούραστος θα' ταν και τόσο πιο καλά θα δούλευε στο χωράφι του. Αλλά όταν έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια μεσημέρι, κι έτσι, δεν του έμεναν και πολλές ώρες δουλειάς. Χρόνο με το χρόνο γινότανε φτωχότερος, ώσπου έγινε ο πιο φτωχός του χωριού.
Ζήλευε λοιπόν το γείτονά του τον Δουλευτάρη κι έλεγε πως εκείνος ήτανε μάγος κι έκανε μάγια στα δικά του τα χωράφια να δίνουν πολύ καρπό, και στο χωράφι του γείτονά του να μη δίνει καθόλου.
Μια μέρα, οι δυο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους, κι επειδή ο Δουλευτάρης είπε ότι μόνο με τη δουλειά προκόβει κανείς, ο Ακαμάτης θύμωσε και σηκώνοντας το τσεκούρι του, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Οι συγγενείς του Δουλευτάρη έτρεξαν να τον σηκώσουν κι όταν είδαν πως ήταν πια πεθαμένος, άρχισαν να κυνηγούνε το φονιά.
Αλλ' ο Ακαμάτης είχε προχωρήσει πολύ και τους ξέφυγε, τρέχοντας προς το Νείλο.
Στρέφοντας πίσω του είδε πως οι συγγενείς του σκοτωμένου ήταν ακόμη μακριά, αλλά έτρεχαν κι αυτοί προς το ποτάμι. θέλησε τότε να εξακολουθήσει το δρόμο του αλλά, ξαφνικά, είδε να παρουσιάζεται ένας λύκος.
Φοβήθηκε πως ο λύκος θα τον φάει, γιατί δεν είχε κανένα όπλο μαζί του να τον χτυπήσει.
Καθώς κοιτούσε γύρω του με απελπισία, για να βρει τρόπο να σωθεί, πρόσεξε μια ψηλή χουρμαδιά που βρισκότανε στην όχθη του ποταμού και που τα μεγάλα , πλατύφυλλα κλαδιά της έγερναν πάνω από τον ποταμό.
-Σώθηκα! Μουρμούρισε. Τώρα θα γλιτώσω κι από το λύκο και από τους ανθρώπους.
Κι έτρεξε προς τη χουρμαδιά, σκαρφάλωσε στον κορμό της και , σιγά-σιγά, ανέβηκε ως τα πρώτα κλαδιά και κρύφτηκε στα πλατιά φυλλώματα.
Ο λύκος, βλέποντας πως του ξέφυγε ο άνθρωπος, έτρεξε κι αυτός να φύγει, για να βρει κάποιο άλλο κυνήγι.
Ξαφνικά ο φονιάς άκουσε κάτι να σέρνεται μέσα στα κλαδιά πάνω από το κεφάλι του. Κοιτάζει και τι να δει: ένα θεόρατο φίδι σερνόταν ανάμεσα στα κλαδιά, σφυρίζοντας.
Κοίταξε κάτω τρομαγμένος, ο λύκος είχε φύγει, αλλ' οι συγγενείς του σκοτωμένου πλησίαζαν τρέχοντας κι ασφαλώς θα τον έβλεπαν, όταν κατέβαινε από το δέντρο, και θα τον έπιαναν. Κι ήξερε πως άμα έπεφτε στα χέρια τους, ήταν χαμένος!
Μη έχοντας τι άλλο να κάνει σκέφτηκε:
-Θα πηδήσω στο νερό, και θα βγω κολυμπώντας στην αντικρινή όχθη του ποταμού.
Και πήδησε αμέσως στο νερό.
Αλλά ο Νείλος είναι γεμάτος κροκόδειλους κι ένας από αυτούς, μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει, όρμησε απάνω του, άνοιξε το τεράστιο στόμα του και τον έκοψε στη μέση.
Κι έτσι, ο φονιάς βρήκε την τιμωρία του.

(Μύθοι του Αισώπου)

Το μεγάλο κατόρθωμα

Το μεγάλο κατόρθωμα (Μύθοι του Αισώπου)

 

Ήταν κάποτε μια αλογόμυγα που κατοικούσε στην ουρά ενός αλόγου. Ήταν πολύ περήφανη για τον εαυτό της και μια μέρα διηγήθηκε σε δυο άλλες αλογόμυγες, ένα μεγάλο κατόρθωμα που είχε κάνει.
- Εμένα που µε βλέπετε, τους είπε, έχω κάνει ένα κατόρθωμα πού καμιά από σας δεν μπορεί να το κάνει. Μια μέρα δύο άλογα τραβούσαν ένα αμάξι με ανθρώπους που ταξίδευαν. Μα στον ανήφορο τα άλογα κουράστηκαν, μπορεί και να τεμπέλιασαν και σταμάτησαν να προχωρούν. Εγώ είχα ξαπλώσει στη χαίτη του ενός αλόγου όταν άκουσα τον αμαξά να πλαταγίζει το μαστίγιο και να φωνάζει: «- Ντε! Χοπ! Χοπ!»
Μα τα άλογα δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ο αμαξάς είπε τότε στους επιβάτες να κατεβούν για να αλαφρώσει το αμάξι.» Χοπ, χοπ! έκανε πάλι στα άλογα του. »Αλλά πού να κουνηθούν εκείνα! Και τότε, ξέρετε τι έκανα;»
- Τι; ρώτησαν με περιέργεια οι δυο αλογόμυγες.
- Αρπάζω τότε τα χαλινάρια και τραβώ µε όλη µου τη δύναμη. »- Χοπ, χοπ! φώναξα στ' άλογα. Ελάτε, κουνηθείτε! »Και τότε, που λέτε, τα άλογα ξεκίνησαν... Αν δεν ήμουνα εγώ, δε θα μπορούσαν να βγάλουν τον ανήφορο... Λοιπόν, πώς σας φαίνεται το κατόρθωμα μου;» .
- Μπράβο, μπράβο! φώναξαν οι δυο αλογόμυγες. Μα... πώς τα κατάφερες;
- Με τη δύναμη μου. Είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα του κόσμου!
- Μπράβο, μπράβο! της είπαν ξανά. Τέτοιο κατόρθωμα δεν μπορεί να το κάνει καμιά αλογόμυγα!
- Δε σας είπα πως είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα στον κόσμο;
Οι αλογόμυγες την κοίταζαν και την ξανακοίταζαν µε θαυμασμό.
Βλέπετε... ήταν πολύ κουτές κι αυτές. Γιατί τα άλογα ξεκίνησαν από
τις φωνές του αμαξά και όχι της αλογόμυγας.
Αλλά, όταν είναι περήφανος κανείς, νομίζει ότι μπορεί να κάνει θαύματα!

(Μύθοι του Αισώπου)

Οι οδοιπόροι και το τσεκούρι

Οι οδοιπόροι και το τσεκούρι

Κάποτε, δυο φίλοι ξεκίνησαν για κάποια δουλειά τους και περπατούσαν συζητώντας.
Εκεί που βάδιζαν, μέσα σ' ένα δάσος, ο ένας απ' αυτούς πρόσεξε πως κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χόρτα. Έσκυψε να δει τι ήτανε και σήκωσε ένα τσεκούρι ολοκαίνουριο.
- Βρήκαμε ένα τσεκούρι! φώναξε χαρούμενος ο σύντροφός του.
Εκείνος όμως, που είχε βρει το τσεκούρι ταράχτηκε και λέει:
- Να μη λες βρήκαμε ένα τσεκούρι, μόνο να λες: βρήκες ένα τσεκούρι.
Αλλά, καθώς προχωρούσαν, αντάμωσαν τρεις-τέσσερις ξυλοκόπους, που είχανε χάσει το καινούργιο τους τσεκούρι κι έψαχναν να το βρουν. Όταν είδαν τους δυο οδοιπόρους, που ο ένας τους κρατούσε το τσεκούρι, έπεσαν πάνω τους θυμωμένοι.
- Χαθήκαμε! φώναξε εκείνος που είχε βρει το κρατούσε στα χέρια του.
Γυρίζει τότε ο φίλος του και του λέει:
- Να μη λες χαθήκαμε, να λες: χάθηκα! Ούτε όταν βρήκες το τσεκούρι με ήθελες για σύντροφό σου, ούτε τώρα που θα σου το πάρουν και θα φας και ξύλο θέλω να μ' έχεις σύντροφό σου!
(ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ)

Η Αλεπού και τα σταφύλια

Η Αλεπού και τα σταφύλια 

 

Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ' ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους αρέσει.
Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές.
Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω,
σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την
έτρωγε. Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τον
εαυτό της:
- Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται.
Αγίνωτα είναι ακόμη...
Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται να την περιγελούν.
- Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...

(Μύθοι Αισώπου)

Ο Γάτος και τα ποντίκια

Ο Γάτος και τα ποντίκια

 

Κάποτε, σ' ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το περιποιότανε πια κι οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραϊζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Η γρια, που έμενε σ' αυτό το παλιό αρχοντικό σπίτι, κρατούσε μόνο δυο δωμάτια ανοιχτά, όπου έμενε αυτή στο ένα και στο άλλο η υπηρέτριά της. Όλα τα άλλα δωμάτια τα είχανε κλειστά και δεν άνοιγαν ποτέ τις πόρτες και τα παράθυρά τους ούτε έμπαιναν ποτέ εκεί μέσα.
Όπου στα κλεισμένα δωμάτια, έστησαν φωλιά δυο ποντίκια που, σιγά σιγά, έγιναν μια πολυάριθμη οικογένεια, στρατός ολόκληρος από ποντίκια, που αλώνιζαν εκεί μέσα. Κανείς δεν τα πείραζε και εκείνα νύχτα μέρα ροκάνιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους κι έγιναν όλα τετράπαχα.
Μια μέρα, ένας γάτος του δρόμου, βρίσκοντας ανοιχτή την εξώπορτα του σπιτιού, μπήκε μέσα για να προφυλαχτεί από το κρύο και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι της γριάς.
Όταν τον είδε, την άλλη μέρα, η γριά χάρηκε που θα τον είχε και τον κράτησε. Ο γάτος καθώς περπατούσε αμέριμνος στο σπίτι, μια μέρα ανακάλυψε μια τρύπα η οποία οδηγούσε σε κάποιο άλλο δωμάτιο όπου ζούσαν τα ποντίκια. Καθώς τα ποντίκια έβγαιναν ανυποψίαστα από τη φωλιά τους αυτός τα καταβρόχθιζε.
Κι επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ο γάτος βγήκε, ένα άλλο βράδυ από το δωμάτιο της γριάς και άρχισε να τριγυρνάει στο απέραντο παμπάλαιο σπίτι. Στον πρώτο διάδρομο που μπήκε, αντίκρυσε κοπάδι ολόκληρο από ποντίκια και έπεσε απάνω τους με μανία. Εκείνα, συνηθισμένα όπως ήταν να μην τα πειράζει κανένας, άργησαν να καταλάβουν τον κίνδυνο που τα απειλούσε και ώσπου να κρυφτούνε στις τρύπες τους ο γάτος έφαγε αρκετά.
Πού να ξεκολλήσει τώρα ο γάτος από το διάδρομο. Η γρια τον έχανε, γιατί εκείνος μέρα-νύχτα παραφύλαγε στο διάδρομο για ποντίκια.
Έπειτα, βρίσκοντας καμιά τρύπα σε κάποια πόρτα, μπήκε και σ' ένα δωμάτιο, κι από κει σε άλλο κι έτρωγε τόσα ποντίκια, όσα δεν είχε φάει σε όλη του τη ζωή κανένας γάτος, σ΄ όλο τον κόσμο!
Σιγά-σιγά όμως ξύπνησαν και τα ποντίκια και κατάλαβαν πόσο επικίνδυνος είναι ο γάτος. Κρύφτηκαν λοιπόν μέσα στις τρύπες τους και δεν ξαναβγήκαν.
Ο γάτος περίμενε μια, περίμενε δυο μέρες, περίμενε τρείς, αλλά κανένα ποντίκι δεν φαινότανε και αυτός άρχισε να πεινάει.
Σκέφτηκε λοιπόν να τα ξεγελάσει και πηδώντας πάνω σ' ένα ξύλινο χοντρό καρφί, στον τοίχο, κρεμμάστηκε από αυτό και παρίστανε τον ψόφιο.
Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ένα ποντίκι, καθώς δεν άκουγε τις πατημασιές του γάτου, τόλμησε να μισοβγεί από την τρύπα του. Κοίταξε γύρω, είδε το γάτο που έκανε τον ψόφιο, και κατάλαβε τι είχε γίνει.
- Άκουσε κυρ-γάτο του φώναξε. Και σακί να σε δω να γίνεις και να σε κρεμάσουν σε καρφί, εγώ δεν έρχομαι κοντά σου.
Και κρύφτηκε πάλι, όσο το δυνατόν πιο βαθιά μπορούσε, μέσα στην τρύπα του.

(Μύθοι Αισώπου)


Το πάθημα του λύκου

Το πάθημα του λύκου


Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι αρρώστησε βαριά.
Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί. Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε και η σειρά του λύκου.
- Βασιλιά μου, είπε με σεβασμό, δε γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα ούτε και όσα ζώα είναι συγκεντρωμένα εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα είναι η αλεπού! Μα αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήλθε στο κάλεσμά σου. Άκουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν τη νοιάζει κι αν πεθάνεις.

Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δε χώνευε την αλεπού και ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θα την τιμωρούσε!
- Ώστε έτσι! φώναξε θυμωμένο το λιοντάρι. Να τη βρείτε αμέσως και να τη φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα!
Ο λύκος έτριψε τα χέρια του από τη χαρά του. Είχε έλθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού. Ένα πουλάκι, όμως, πέταξε γρήγορα και βρήκε την αλεπού.
- Αυτό κι αυτό συμβαίνει! της είπε. Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσα για να σε τιμωρήσει.
- Σ' ευχαριστώ, καλό μου πουλάκι, του είπε η αλεπού. Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να γλυτώσω.
Μάζεψε τότε αγριόχορτα και μια και δυο τράβηξε με θάρρος για τη σπηλιά του λιονταριού. Το λιοντάρι, όταν την είδε άφρισε από το κακό του.
- Σου έφερα αυτά τα βότανα, είπε η πονηρή αλεπού στο άρρωστο λιοντάρι, για να γίνεις καλά.
- Έλα εδώ! της φώναξε. Που ήσουν; ∆εν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να παρουσιαστείτε μπροστά µου;
- Ναι, βασιλιά µου, απάντησε με θάρρος η αλεπού. Το έμαθα πως είσαι άρρωστος βαριά, γι' αυτό κι εγώ, πριν έλθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουν καλά.
Ο θυμός του λιονταριού έπεσε αμέσως.
- Ώστε γι' αυτό άργησες να έλθεις; της είπε. Καλά έκανες... Θα... γίνω καλά όταν πάρω αυτά τα βότανα;
- Ναι, βασιλιά μου. Μόνο που χρειάζεται να τ' ανακατέψεις µε κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο.
- Με τι; ρώτησε το λιοντάρι.
- Να τα βράσεις μαζί µε μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια... εσύ ξέρεις πού θα τη βρεις.
- Και βέβαια ξέρω! φώναξε το λιοντάρι. Θα κόψω τη γλώσσα αυτού του λύκου!

Το είπε και το έκανε αµέσως. Έτσι η πονηρή η αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του.

 (Μύθοι Αισώπου) 

Ο Βοριάς κι ο Ήλιος

Ο Βοριάς κι ο Ήλιος

 

Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
- Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.
- Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς.
Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.
Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα 'βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους.
- Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς.
- Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος.
- Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα 'ναι ο δυνατότερος .
- Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.
Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος.
Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά.
Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος, για να προφυλαχτεί από τον αέρα.
Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ' ένα σακί, και τυλίχτηκε μ' αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει.
Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης.
Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε:
- Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.
Δυνάμωσε τη λάμψη του ο 'Ηλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.
Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο διαβάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του.
Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά-σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.
- Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.

(Μύθοι Αισώπου)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ


Χριστούγεννα μας ήρθανε

Χριστούγεννα μας ήρθανε

η φύση όλη χαίρεται.

Χριστούγεννα μας ήρθανε

τα σήμαντρα χτυπούν.

Χριστούλη μου στη φάτνη σου

μπροστά σου γονατίζουμε.

Χριστούλη μου χαιρόμαστε

για ‘σέ
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα»
«Χριστούγεννα Πρωτούγιννα, πρώτη γιουρτή του χρόνου
για βγάτι ,διέτι, μάθιτι πως η Χριστός γιννιέτι.
Γιννιέτι κι ανατρέφιτι στου μέλι και στου γάλα
Του μέλι τρων’ οι άρχοντις, του γάλα οι αφιτνάδις,
Κι του μιλισσουβότανου δώστι στα παλληκάρια,
Κι του κηρουσταλλάγματα στουν Αγιου Κουσταντίνου.
Κι ανοίξτι τα κουτάκια σας τα κατακλειδουμένα,
Κι ανοίξτι τις κασέλις σας τις μουσχουμυρισμένις
Κι δώστι μας τουν κόπου μας γιατί κι αλλού θα πάμι»

[ Κάλαντα από το Κονιάκο Δωρίδος]

«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα»
 

«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
γραικάτε, διέτε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
Το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Και το μελισσοβότανο δώστε στα παλληκάρια
Για να το φαν’, για να το πιουν , να πούνε και του χρόνου
Αφέντη μ’, αφεντάκη μου, δέκα φορές αφέντη,
Αφέντη μου, στην αφεντιά σ’ χρυσή καντήλα φέγγει
Αν βάλεις λάδι και κερί φέγγεις την κάμαρά σου
Κι από τα παραθύρια σου φέγγεις τη γειτονιά σου
Αν βάλεις και περσότερο φέγγεις τον κόσμον όλον

[Κάλαντα Προποντίδος]
 
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα»
 

«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη – πρώτη γιορτή του χρόνου
εβγάτε, δείτε, μάθετε, που ο – που ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι ανατρέφεται με με- με μέλι και με γάλα,
Το μέλι τρων οι άρχοντες το γα- το γάλα οι αφεντάδες,
Και το μελισσοβότανο το λου – το λούζονται οι κυράδες
Κι ανοίχτε τα κουτάκια σας τα κα – τα κατακλειδωμένα,
Και δώστε μας απ’ το χρυσό που ‘χου – που χουνε τα πουγγιά σας.
Κι αν είστε από τους πλούσιου φλουριά – φλουριά μη λυπηθείτε,
Κι αν είστε από τους δεύτερους, ένα – ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζουμε, πέσε – πέσετε κοιμηθείτε,
Ολίγον ύπνο κάνετε κι ευθύς – κι ευθύς να σηκωθείτε,
Στην εκκλησία τρέξετε με ο – με όλη προθυμία
Και του Θεού να’ ακούσετε τη θει- τη θεία λειτουργία

[Κάλαντα Αστυπάλαιας]

 «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα»
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγάτε, διέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα
Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες
Κυρά καμαροτράχηλη κυρά γαϊτανοφρύδα
Κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου
Κάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
Και τον καθάριο Αυγερινό τον κάνεις δαχτυλίδι
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα
Δώστε μας και πεντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήσει.»
 
[Κάλαντα Πελοποννήσου και Ξάνθης (με μικρή παραλλαγή της Ξάνθης, καθώς σε αυτά λείπουν μερικοί στίχοι, από αυτούς που υπάρχουν παραπάνω)]
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα» 

«Χριστούγεννα, Πρωτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι
γιννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανούς απάνου
όλοι οι αγγέλοι χαίρουντι κι όλοι δοξολογιούντι
κι τα δαιμόνια σκάζουνι, τα σίδερα ταράζουν
Σι τούτ΄ το σπίτι που ΄ρθαμι, μι μάρμαρου στρωμένου,
Εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρρεβώνα
Της τάζουν τιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του ρήγα
Δεν θέλει γιο του βασιλιά, δεν θέλει γιο του ρήγα
Μον θέλει τα’ αρχοντόπουλο, που πιρπατεί καβάλα
Σι τούτ’ το σπίτι που ΄ρθαμι πέτρα να μην ραγίσει
Κι ου νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει»
 
[Κάλαντα Δυτικής Μακεδονίας]
«Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες»
 

«Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε τους Αρχαγγέλους, τους Ιεράρχες
Σεις Αρχαγγέλοι, σεις Ιεράρχες, να πα να φέρτε μύρο και μόσχο.
Κι οι Αρχαγγέλοι, για μύρο πάνε κι οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν
Κι ώσπου να πάνε, ώσπου να έρθουν, η Παναγιά μας ξελευτερώθκη.
Χριστός γεννιέτι χαρά στουν κόσμο, χαρά στον κόσμο στα παλληκάρια»
 
[Κάλαντα Δυτικής Θράκης]
«Αυτή είναι η ημέρα»
«Αυτή είναι η ημέρα, όπου ήρθ’ ο λυτρωτής,
από Μαριάμ μητέρα, εκ παρθένου γεννηθείς.

Άναρχος, αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός,
Ο Αγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός.

Άγγελοι το νέον λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς,
Ο αστήρ το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς.
Όσοι έχετε στα ξένα, να δεχθείτε με καλό
και του χρόνου με υγεία το Θεό παρακαλώ.
Επειδή και πλησιάζει ο πλανήτης της αυγής
Σας ευχόμαστε υγεία και να είστε ευτυχείς»
[Βυζαντινά Κάλαντα Δωδεκανήσου]
«Καλήν εσπέραν άρχοντες»

«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννιέται σήμερον εν Βυθλεέμ την πόλη,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ’ η φύσις όλη,
Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
Απού τον έχεις τον υγιό, τον μοσχοκανακάρη.
Λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον πέμπεις
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι
Και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για τη Βάγια.
Άψε Βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι
Και κάτσε και ντουχιούντηζε ήντα θα μας εβγάλεις
Γι απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι
Κι από τον πύρο ου βουτσού να πιούμε μια γιομάτη
Κι από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
Κι από το πιθαράκι σου ένα κουρούπι λάδι
Κι αν είναι κι απκροπλιάτερο, βαστούμε και τα’ ασκάκι
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
Και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
Ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα
Κι ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις
Να μας κεράσεις μια ρακή κι ύστερα ν’ ασφαλίξεις….»
 
[Κάλαντα Κρήτης]
«Καλήν εσπέραν θα σας πω»
 

«Καλήν εσπέραν θα σας πω κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικόν σας
Χριστός γεννιέται σήμερον στην Βηθλεέμ την πόλην,
Οι ουρανοί αγάλλονται, μαζί κι η φύσις όλη
Γεννιέται μες στο σπήλαιον, στην φάτνην των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Αγγέλοι εις τον ουρανόν ψάλουν τον εν υψίστοις
Και κάτω φανερώνεται η των ποιμένων πίστις
Έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγεί στην χώραν
Όταν εφτάσασι κι οι τρεις, με πόθον ερωτόυσιν
Που εγεννήθη ο Χριστός, να παν να τόνε βρούσιν…»
 
[Κάλαντα Κύπρου]
«Καλήν εσπέραν άρχοντες»
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση να μπω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βυθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσιν το Δόξα εν υψίστοις,
Και τούτο άξιον εστίν η των ποιμένων πίστις
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα

Αστρον λαμπρόν τους οδηγείς χωρίς να λείψει ώρα,
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτούσιν
Που εγεννήθη ο Χριστός, να παν’ να τον ευρούσι
Δια Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,
Αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης,
Διότι πολλά φοβήθηκε δια την βασιλείαν
Μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν….»
 
[ Κάλαντα Ολύμπου Καρπάθου]
«Καλήν εσπέραν άρχοντες»
 

«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ιορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βυθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ΄η φύσις όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων…
Χρόνια πολλά ευχόμαστε στην οικογένειά σας,
Και του Χριστού η γέννησις να ΄ναι βοήθειά σας»
 
[Κάλαντα Κέρκυρας]
«Σήμερο Μάγοι έρχονται»
 

«Σήμερο Μάγοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη
και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης
κράζει τους Μάγους και ρωτά: Μάγοι που θε να πάτε;
Εις Βηθλεέμ το σπήλαιον, την πόλην την αγίαν
Που εκεί γεννάει το Χριστό, η Δέσποινα Μαρία.»

 [Κάλαντα Κέρκυρας]
«Δεν ακούς περιστερούδα μου»
«Δεν ακούς Περιστερούδα μου, ήρθα στο μαχαλά σου,
ν’ ερ’ κι μαχαλάς σου ξύπνησε κι εσύ βαριά κοιμάσαι.
Ξύπνα να πας στην εκκλησιά, βαρούνε οι καμπάνες
ν’ ερ’ Χριστός, γεννιέται σήμερα κι είναι γιορτή μεγάλη.
Κυρά μ’ καλή, κυρά μ’ χρυσή, κυρά μ’ μαλαματένια
ν’ ερ’ κυρά μου πώχεις τον υγιό, τον πολλακανακάρη.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει
ν΄ ερ΄κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει»
 
[Κάλαντα Βόρειας Θράκης]
«Χριστός γεννέθεν»
«Χριστός γεννέθεν χαρά σον κόσμον
α! καλή ώρα καλή σ’ ημέρα
α! καλόν παιδίν οψές γεννέθεν
Ψες γεννέθεν, το βράδ’ αστάθεν
Τον εγέννησεν η Παναΐα,
Τον ανέσταισεν Αειπαρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
Εκατήβεν σο σταυροδρόμι
Έρπαξαν ατόν οι συλ’ Εβραίοι,
Συλ’ Εβραίοι και μιλ’ Εβραίοι
Ασ ΄ σ΄ακρεντικά κι ασ΄σην καρδίαν
Γαίμαν έσταξεν , χολήν κι εφάνθεν
Ούμπαν έστακεν κι εμυροστάθεν
Μύρος έτον και ευωδία
Εμυρίσ’ ατόν ο κόσμος όλεν,
Για μυρίσ’ τον και συ αφέντα
Συ αφέντα καλέ μ’ αφέντα
Εξου ΄ς την αυλίαν δεντρόν εξήβρεν
Δέντρον, έλατον και κυπαρέσσιν
Έρταν τη Χριστού τα παλληκάρια
Κιαι θυμίζνε τον νοικοκύρην
Νοικοκύρη μ’ και βασιλέαν
Έμπα σον νουντάν κι έλα σ’ σην πόρταν,
Κι αν αν εις μας, χαρά σην πόρτα σ΄
Έβγαλ’ τον κισέ σ’ και δωσ’ παράδες.»
 
[Κάλαντα Κερασούντας]
«Ελάτε δω γειτόνισσες»
«Ελάτε δω γειτόνισσες και σεις γειτονοπούλες μου,
τα σπάργανα να φτιάξουμε και το Χριστό ν’ αλλάξουμε
τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ
να πάμε να γυρίσουμε, τα μάγια να σκορπίσουμε,
να πάμε στο ψηλό βουνό να δούμε τα βαγγέλια
να δούμε και την Παναγιά, όπου μας στέλνει τη χαρά
με του Χριστού τη δύναμη, τη χάρη του παιδιού της
τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ
κοιμάται στα τριαντάφυλλα, γεννιέται μες στα λούλουδα
γεννιέται μες στα λούλουδα, κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για τον Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ
Τα σπάργανα να φτιάξουμε και το Χριστό ν’ αλλάξουμε»

 [Κάλαντα Ηπείρου]
 
«Φιλέορτοι Χριστιανοί»
 

«Φιλέορτοι Χριστιανοί, εκ τρυφεράς καρδίας,
γεννήσεως ακούσατε, ωδήν εκφερομένην
εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
Αστήρ λαμπρός τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα
Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι
Σωματικά ψυχικά να είσθε πλουτισμένοι»
 
[Λόγια Κάλαντα Πόντου]
 
«Για σένα κόρη έμορφη»
 

«Για σένα κόρη έμορφη ήρθα με να τα πούμε
και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε
Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε
Και του χρόνου να σας πούμε, φέρτε μας κρασί να πιούμε
Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλε την στο τσιμπίδι
Και κρέμασέ την αψηλά, να μην τη φαν οι ψύλλοι
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, τα ράφια ειν’ ασημένια,
Του χρόνου σαν και σήμερα να’ ναι μαλαματένια»
 
[Καλάντα Ικαρίας]
«Καλημέρα και πάντα καλημέρα»

«Καλημέρα, καλημέρα και πάντα καλημέρα
να τον καλημερήσουμε αυτόν τον νιον αφέντη
αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε βαστούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε παρακαλούν αφέντη καβαλλάρη
εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
κοιμάται κύμα το φλουρί και κύμα το λογάρι
και στον αφρό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης.
Τονε ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
Τονε ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μη μεθύσει
Εσένα πρέπει αφέντη μου στα πεύκα να κοιμάσαι,
Με βελουδένιο πάπλωμα να μην κρυολογάσαι
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα καρυδένια
Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια
Και πάλι ξαναπρέπει σου στις λίρες να καθίζεις
Με το ΄να χέρι να μετράς, με τα’ άλλο να δανείζεις
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
Δώστε μας και δυο τρεις κλωτσιές να φύγομ’ απ’ την πόρτα.»

[Κάλαντα Αίγινας]

Ο Μικρός Τυμπανιστής

 

Μου'παν έλα να πάμε να δεις,
Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης.
Κι εγώ γυρεύω απόψε στον ουρανό
τ' αστέρι ψάχνω να βρω το φωτεινό,
ραπαπαπαμ, ραπαπαπαμ,
να με πάει στο μικρό βασιλιά,
πέρα μακριά.

Μες στη νύχτα παιδί μοναχό,
τι δώρο να του φέρω, που 'μαι φτωχό.
Φέρνω το τύμπανο που μόνο κρατώ,
τα κάλαντα να παίξω για το Χριστό,
ραπαπαπαμ, ραπαπαπαμ,
το πιο ωραίο τραγούδι θα πω,
για το Χριστό.

Μες τη φάτνη τα ζώα ξυπνούν
κι απέξω ταπεινά βοσκοί προσκυνούν.
Στης Παναγιάς κρυμμένο την αγκαλιά
χρυσό στεφάνι φως φορεί στα μαλλιά,
ραπαπαπαμ, ραπαπαπαμ,
σα με βλέπει, η καρδιά μου
χτυπά χαρωπά και μου γελά.

 

Σένα σο πρέπει φέντη μου καρέκλα καρυδένια


Σένα σο πρέπει φέντη μου καρέκλα καρυδένια
γι
ν᾿ κουμπ μέση σου μαργαριταρένια.
Βάλτε μας κρασ ν πιομε κα το χρόνου ν σς πομε. (δίς)
Κα πάλι ξαναπρέπει σου στ πεύκια ν κοιμσαι,
ν
πίνεις, ν δροσίζεσαι κα πάλι φέντης νσαι.
Βάλτε μας κρασ ν πιομε κα το χρόνου ν σς πομε. (δίς)
Κα πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν᾿ ρματώσεις,
κα
τ πανι το καραβιο ν τ μαλαματώσεις.
Βάλτε μας κρασ ν πιομε κα το χρόνου ν σς πομε. (δίς)
Πολλά παμε τ᾿ φέντη μας, ς πομε τσ κυρς μας·
κυρ
ψιλή, κυρ λιγνή, κυρ μαυροματοσα,
π
χεις τν λιο πρόσωπο κα τ φεγγάρι στήθη
κα
το κοράκου τ φτερ τχεις καμπανοφρδι.
Βάλτε μας κρασ ν πιομε κα το χρόνου ν σς πομε. (δίς)
ν χεις κόρη μορφη, βάλ᾿την ν μς κεράσει,
ν
τς φχηθομε λοι μας, ν᾿ σπρίσει, ν γεράσει.
Βάλτε μας κρασ ν πιομε κα το χρόνου ν σς πομε. (δίς)
Κι ν χεις γυι στ γράμματα, βάλτονε στ ψαλτήρι,
ν
τ᾿ ξιώσει Θεός, ν βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασ ν πιομε κα το χρόνου ν σς πομε. (δίς)

(Κάλαντα Σάμου)


Χριστός γεννιέται  

Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες, η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε, τους αρχαγγέλους, τους ιεράρχες.

Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες, στη Σμύρνη πηγαίν΄τε, μαμμές να φέρ΄τε.

Άγια Μαρίνα, άγια Κατερίνα, στη Σμύρνη πάνε, μαμμές να φέρουν.

Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.

Στην κούνια τό ΄βαλαν και το κουνούσαν,και το κουνούσαν, το τραγουδούσαν.

Σαν ήλιος λάμπει, σα νιο φεγγάρι, σα νιο φεγγάρι, το παλληκάρι.

Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του,

με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του.

 

(Κάλαντα Θράκης)

 

Ο Χριστός γεννήθηκε

Του βοριά το φύσημα

κόπηκε στη μέση

κι έλιωσαν τα κρύσταλλα

πάνω στα νερά.

Τα πουλιά ζεστάθηκαν

μέσα στη φωλιά τους

και τα ουράνια σκίρτησαν

από τη χαρά.

Ο Χριστός γεννήθηκε

Θεία καλοσύνη

θ' απλωθεί σ' ολόκληρη

την καημένη γη.

Ο Χριστός γεννήθηκε

επί γης ειρήνη

σωτηρίας μυστική

γλυκιά φέγγει αυγή.