Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


Η Γλώσσα είναι συστατικό της κουλτούρας μιας κοινωνικής ομάδας, μαζί με τις αντιλήψεις, τις αξίες και τους κανόνες της ομάδας αυτής (Hamers & Blanc, 1989), προσδιορίζει την ταυτότητα της ομάδας αυτής, καθιστώντας την μοναδική και διαφοροποιώντας την από τις άλλες κοινωνικές ομάδες (Λαμπροπούλου 1997-99).
Η Νοηματική Γλώσσα αποτελεί το φυσικότερο τρόπο επικοινωνίας και το κυρίαρχο στοιχείο της κουλτούρας των κωφών ατόμων (Παπασπύρου, 1987; Κουρμπέτης, 1982). Είναι η μόνη γλώσσα που επιτρέπει στα κωφά άτομα να επικοινωνούν αβίαστα, αμφίδρομα και αποτελεσματικά (Wilbur, 1979; Κουρμπέτης, 1982; Woodward, 1990). Μέσω αυτής εξυπηρετείται η καθημερινή επικοινωνία αλλά και μεταφέρονται οι αξίες και παραδόσεις της κοινότητας από τους μεγαλύτερους στους νεότερους. Επίσης, χρησιμοποιείται για την έκφραση μέσω της τέχνης (νοηματική ποίηση, τραγούδια στη νοηματική, θέατρο κωφών, λογοτεχνία στη νοηματική).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κοινότητα των κωφών αποτελεί γλωσσική μειονότητα και όχι μια ομάδα ατόμων που μοιράζονται την ίδια αναπηρία (Parasnis, 1996).
Η Νοηματική Γλώσσα είναι μία πλήρης, οπτικοκινησιακή γλώσσα. Δομικά της στοιχεία αποτελούν οι χειρομορφές, η κίνηση, η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός στο χώρο καθώς και οι εκφράσεις του προσώπου και σπανιότερα κάποιες κινήσεις του σώματος (Παπασπύρου, 1987). Η δομή της δεν αποτελεί, άρα, τη γλωσσική αναπαράσταση της προφορικής γλώσσας της αντίστοιχης χώρας, διαθέτει τη δική της δομή (Κουρμπέτης, 1998).
Κάθε χώρα έχει τη δική της εθνική Νοηματική Γλώσσα. Επίσης, κάθε εθνική γλώσσα έχει τις δικές της διαλέκτους ανά περιοχή, ακριβώς όπως και οι προφορικές γλώσσες (Λαμπροπούλου, 1997-99). Το 1997 η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε τις Νοηματικές Γλώσσες των κρατών μελών ως επίσημες γλώσσες των κοινοτήτων κωφών της Ένωσης.
Στην Ελλάδα, με τους νόμους 2328/1995 και 2817/2000-3699/2008, η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα των κωφών και βαρηκόων ατόμων στα ΜΜΕ και στην Εκπαίδευση αντίστοιχα (Παπασπύρου, 2006). Οι χρήστες της υπολογίζονται περίπου σε 25.000 άτομα, χωρίς να υπάρχει επίσημη καταγραφή. Η εκπαίδευση στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα πραγματοποιείται από φορείς όπως το Εθνικό Ίδρυμα Κωφών και η Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος, από σωματεία Κωφών και ιδιωτικά κέντρα, στις οποίες διδάσκουν κατά αποκλειστικότητα κωφοί δάσκαλοι με πολυετή πρακτική εμπειρία (Παπασπύρου, 2006). Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν έχει λειτουργήσει τμήμα σπουδών κώφωσης ή Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας.
Η πιστοποίηση της επάρκειας και διερμηνείας της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας πραγματοποιείται μέσω εξετάσεων που προσφέρονται από το Εθνικό Ίδρυμα Κωφών και την Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος. Η γλωσσική επάρκεια στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα διακρίνεται από την επαρκή ικανότητα λεξιλογίου, επαρκή ικανότητα στη γραμματική (χειρολογία, μορφολογία και σύνταξη) και επαρκή πραγματολογική ικανότητα, δηλαδή αποτελεσματική χρήση της γλώσσας στις διάφορες επικοινωνιακές καταστάσεις (Παπασπύρου, 2006). Η επάρκεια κρίνεται τόσο στην πρόσληψη-κατανόηση όσο και στην έκφραση-παραγωγή στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα.
Στόχος της εκπαίδευσης στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα θα πρέπει να είναι όχι μόνο η κατάκτηση της γλώσσας, αλλά και η ανάπτυξη ικανοτήτων για αυτόνομη κριτική ενασχόληση με τις γλωσσικές και πολιτισμικές εκφάνσεις της κοινότητας των κωφών, ώστε να επιτευχθεί η δημιουργική συμμετοχή στα δρώμενα της κοινότητας, η διαπολιτισμική επικοινωνία, η μετάδοση και καλλιέργεια των γνώσεων που αποκτήθηκαν.
Μακροπρόθεσμα, οι ανάγκες για επιστημονική κατάρτιση στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα εκτείνονται σε πολλούς τομείς. Χρειάζονται δάσκαλοι Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας, διερμηνείς Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας, εκπαιδευτικό προσωπικό ειδικευμένο στα κωφά παιδιά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γλωσσολόγοι με ειδίκευση στις Νοηματικές Γλώσσες, ειδικοί στη διδακτική της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας ως πρώτης ή δεύτερης γλώσσας και της γραπτής Ελληνικής Γλώσσας ως δεύτερης γλώσσας σε κωφούς, ερευνητές με αντικείμενα τον πολιτισμό και την κοινωνιολογία των κωφών ατόμων, αλλά και άλλων επαγγελματιών όπως γιατρών, δικηγόρων, ψυχολόγων κ.α. οι οποίοι θα γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες των νοηματικών γλωσσών και της κουλτούρας των κωφών ατόμων, προκειμένου να συνεργάζονται υπεύθυνα και αποτελεσματικά με κωφά και βαρήκοα άτομα και μέλη των οικογενειών τους.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Λαμπροπούλου, Β. (1997-1999). Εκπαίδευση και κωφό παιδί. 3ο εκπαιδευτικό πακέτο επιμόρφωσης, επιμόρφωση εκπαιδευτικών Σ.Μ.Ε.Α. κωφών και βαρηκόων Πρόγραμμα Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.-ΥΠ.Ε.Π.Θ. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών Π.Τ.Δ.Ε., Μονάδα Ειδικής Αγωγής Κωφών.
Παπασπύρου, Χ. (1987). Θεωρητική προσέγγιση στο κωφό παιδί. Σύγχρονα Θέματα, 30, 20-34.
Παπασπύρου, Χ. (2006). Γλωσσική επάρκεια και διδακτική επάρκεια στην ελληνική κινηματική γλώσσα. Θέματα Ειδικής Αγωγής, τ. 31.
Hamers, J. & Blanc, M. (1989). Bilinguality and Bilingualism. Cambridge: Cambridge University Press. Kourbetis, V. (1982). Education of the deaf in Greece. First International Conference on Education for the Deaf. Athens GR.
Kourbetis, V. (1998). Naming in greek sign language center for the Study of communication and the deaf. Boston, MA: Boston University.
Parasnis, I. (Ed.) (1996). Cultural and language diversity and the deaf experience. Cambridge: Cambridge University Press.
Wilbur, R. (1979). American sign language and sign systems. Baltimore, MD: University Park Press.
Woodward, J. (1972). Implications for sociolinguistic research among the deaf. Sign Language Studies, 1, 1-7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου